«Τρεις» είναι ο τίτλος ενός ανορθόδοξου αστυνομικού μυθιστορήματος του Ισραηλινού συγγραφέα Dror Mishani, καθηγητή της Ιστορίας Αστυνομικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και διευθυντή του προγράμματος Δημιουργικής Γραφής, που εμφανίζεται στη γλώσσα μας.
Τρεις γυναίκες οι οποίες «φτάνουν σε ένα τέλμα και τότε τις πλησιάζει το τέλος τους», όπως επισημαίνει η μεταφράστριά του Χρυσούλα Παπαδοπούλου, μέλος ΕΕΠ για την εβραϊκή γλώσσα στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, που μας ξεναγεί στο θρίλερ. Στο οποίο, ο συγγραφέας εστιάζει στα θύματα.
Τρεις γυναίκες, η ΜΙΑ, η ΔΥΟ και η ΤΡΕΙΣ· έτσι τιτλοφορούνται τα τρία μέρη στα οποία διαρθρώνεται το αστυνομικό. Ανικανοποίητες από τη ζωή τους, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία: βιώνουν απώλεια, πενθούν, φοβούνται, αναζητούν αναπλήρωση της απουσίας, απελπίζονται. Όπως ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδιδόταν σε χέρια ανθρώπων (το πρώτο παράθεμα από το Κατά Λουκάν που χρησιμοποιεί ως μότο ο Ντρορ Μισάνι), οι τρεις γυναίκες εμπιστεύονται τη ζωή της η κάθε μία σε έναν άνθρωπο· σε αντίθεση με τον Υιό του Ανθρώπου που ήλθε να σώσει ψυχές ανθρώπων (το δεύτερο παράθεμα από το Κατά Λουκάν και δεύτερο μότο), ο άνθρωπος αυτός «οσμίζεται τον βαθμό απελπισίας τους και τότε ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση» προειδοποιεί η μεταφράστρια.
Δεν νοείται αστυνομικό χωρίς θύματα· και απονομή δικαιοσύνης, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Το αστυνομικό μυθιστόρημα εξακολουθεί να γοητεύει λόγω του ότι επιζητά δικαιοσύνη στη ζωή ο κόσμος, όπως είχε πει σε διάλεξή της στο Μέγαρο Μουσικής πριν από πολλά χρόνια η P.D. James. Και στο «Τρεις» απονέμεται δικαιoσύνη, αλλά ο Ντρορ Μισάνι δεν ενδιαφέρεται να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του θύτη. Μέλημα του Μισάνι είναι, όπως είπε στην παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης στην Αθήνα, «να μεταδώσω το σοκ του απροσδόκητου θανάτου».
Βήμα βήμα οδηγεί τον αναγνώστη στο σοκ. Ψηφίδα την ψηφίδα συνθέτει τις τρεις. Προερχόμενη από έναν δύσκολο χωρισμό, η MIA - «μια μπανάλ ιστορία, εγκαταλειμμένη από τον σύντροφό της στην αρχή της μεσήλικης ζωής της» λέει η Χρυσούλα Παπαδοπούλου - αναζητά σε ιστότοπους γνωριμιών νέα αντρική παρουσία στη ζωή της και «πολύ συχνά αναρωτιέται αν είναι σε αγορά σάρκας. Δεν ξέρω αν έχει πάρει πλήρως απόσταση από την προηγούμενη φάση της ζωής της ώστε να μπορεί να λέει “ διαλυθήκαμε, αλλά εγώ είμαι ακέραιη”. Μου δίνει την εικόνα μιας απελπισμένης γυναίκας και αυτό οσμίζεται η καινούργια γνωριμία της και καταφέρνει να την παγιδεύσει». «Όλη η αγωνία της - επιφανειακή είναι η αγωνία για την εξασφάλιση συντρόφου, ανθρώπινη πλήρως - είναι να διασφαλίσει τη συνεχή παρουσία του παιδιού της στη ζωή της» τονίζει· φοβάται ότι ο πρώην σύζυγός της θα προσελκύσει τον γιο τους στην καινούργια οικογένειά του. Στην παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης, ο Ντρορ Μισάνι είχε πει ότι αφότου τέλειωσε με τον πρώτο φόνο, για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να συνεχίσει. «Ξεμπλόκαρε όταν κατάλαβε ότι, στην ουσία, έπρεπε να πενθήσει μετά από αυτόν τον θάνατο για να μπορέσει να συνεχίσει. Αυτό ακριβώς μου συνέβη κι εμένα. Ο θάνατος που με συγκλόνισε περισσότερο είναι αυτός. Αμέσως μετά, έκλεισα τον υπολογιστή για μέρες» εξομολογείται.
Συνωστίζονται οι απώλειες στη ζωή της ΔΥΟ: του πατρικού σπιτιού της μιας και η ίδια είναι οικονομική πρόσφυγας από τη Λετονία, της μητέρας και του πατέρα της που έχουν πεθάνει, του παιδιού που ποτέ δεν απέκτησε καθώς απέβαλε, του γέροντα τον οποίον φρόντιζε στο Ισραήλ - και μέσα της είχε πάρει διαστάσεις δεύτερου πατέρα - ο οποίος απεβίωσε, της εστίας που δεν κατάφερνε να έχει στη χώρα φιλοξενίας. Βαρύνεται από ενοχές και ως βαθιά θρησκευόμενη αναζητά, σύμφωνα με τη μεταφράστρια, «ένα σημάδι: “ Για ποιον λόγο είμαι εδώ;” Ως Χριστιανή Καθολική αναζητά σημάδι. Είναι πολύ ισχυρή η θρησκευτική της ταυτότητα και δεν είναι τυχαίο το ότι ο συγγραφέας της δίνει το όνομα Νουαντίεβς που στα λετονικά σημαίνει “ από τον Θεό” ενώ το όνομα του Πολωνού ιερέα τον οποίο συναντά στην εκκλησία της Γιάφα είναι Ταντέους· σε παρήχηση, το δεύτερο τμήμα του ονόματος θα μπορούσε να είναι “ Deus”». Στις συναντήσεις της με τον ιερέα, η ΔΥΟ «δεν μιλάει πολύ σε αυτές τις κουβέντες τους. Τον ακούει με προσοχή, αφουγκράζεται τη γλώσσα των πραγμάτων» γράφει ο Ντρορ Μισάνι. «Πώς ξέρουμε αν είμαστε στον δρόμο που μας κατευθύνει η χάρη Του ή αν πρέπει να πάρουμε άλλον δρόμο;» ρωτά. Προσφέρεται να καθαρίζει το διαμέρισμα κάποιου· ο ιερέας «της είχε πει πως ο δρόμος στον οποίο μας οδηγεί η χάρη Του είναι να βοηθάμε τον πλησίον». Καινούργιες δυσκολίες ανακύπτουν στην ήδη πολύ δύσκολη ζωή της στην ξένη χώρα, η ΔΥΟ «δεν έχει πλέον τη δύναμη να συνεχίσει να ζει». «Αγγίζει τα όρια της απελπισίας» λέει η Χρυσούλα Παπαδοπούλου, ο θύτης το οσμίζεται και η ΔΥΟ φεύγει· γαλήνια, όμως, ως Χριστιανή Καθολική που είναι.
Ανικανοποίητη από τη ζωή της είναι η ΤΡΕΙΣ. «Αισθάνθηκα έλλειψη ουσιαστικής συνεννόησης μεταξύ αυτής και του συντρόφου της, για την ακρίβεια αισθάνθηκα την απουσία του συντρόφου της. Και αυτό το τέλμα στο οποίο φτάνει μια γυναίκα που αισθάνεται ότι δεν έχει προσωπικό χρόνο, ότι η ερωτική της ζωή έχει πάρει μια τροπή διαφορετική από αυτή που ονειρευόταν ή θα ήθελε. Ακόμη και το ότι είναι φοιτήτρια σε αυτή την ηλικία με τόσο μεγάλη διαφορά χρόνων από τους υπόλοιπους συμφοιτητές της δηλώνει αυτή την ανάγκη της να βγει από αυτό το τέλμα, να κάνει κάτι που της θυμίζει τις δυνατότητές της» σχολιάζει η μεταφράστρια. Πάλι τέλμα· η όσφρηση του θύτη τον οδηγεί να την πλησιάσει. Όμως, η ΤΡΕΙΣ είναι και μια μαγική εικόνα την οποία θα σχηματίσει ο αναγνώστης ενώνοντας τις τελίτσες καθώς περνά από τη μια σελίδα του αστυνομικού μυθιστορήματος στην άλλη.
Η αγωνία συνοδεύει τον αναγνώστη στη διαδρομή του στο «Τρεις». Το θρίλερ δεν προδίδει τις προσδοκίες του. Σε αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημά του όμως ο Μισάνι ήθελε, όπως ο ίδιος υπογράμμισε, «να πληγεί ο αναγνώστης από τη θλίψη του θανάτου, από την οδύνη του θανάτου». Ο ίδιος, την ώρα που το συνέθετε, επλήγη από αυτή τη θλίψη, βίωσε αυτή την οδύνη. Σε τέτοιο βαθμό που δυσκολεύεται να αποχωριστεί τα θύματά του: στο μέρος ΤΡΕΙΣ του μυθιστορήματος, στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας απευθύνεται στη ΜΙΑ· ολοκληρώνει το τρίτο κεφάλαιο απευθυνόμενος στη ΜΙΑ και τη ΔΥΟ· κλείνει το θρίλερ με τη ΜΙΑ και τη ΔΥΟ «να φυλάνε τον ύπνο» της ΤΡΕΙΣ, η οποία γι` αυτόν τον λόγο κατάφερε να γλιστρήσει γλυκά στις αγκάλες του Μορφέα (στη Θεογονία του Ησίοδου, ο Ύπνος είναι ο δίδυμος αδελφός του Θανάτου).
Ανορθόδοξο θρίλερ το «Τρεις», από την πένα ενός συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων με ήρωα τον επιθεωρητή Άβρααμ Άβρααμ, που ακολουθούν όλες τις συμβάσεις ενός τυπικού αστυνομικού. Η Χρυσούλα Παπαδοπούλου ήδη εργάζεται για να μεταφέρει το πρώτο από αυτά στη γλώσσα μας, πάλι για τις εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ.