Σε νέα και πιο δυναμική φάση εισέρχεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου για την κυριαρχία στην τεχνολογία των επεξεργαστών, με εκατέρωθεν ενισχύσεις στον κλάδο και παράλληλα κινήσεις επιθετικές και αμυντικές, που οξύνουν τις εντάσεις ανάμεσά τους. Σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ του Reuters, η Κίνα ετοιμάζει γενναίο πακέτο ύψους άνω του 1 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 143 δισ. δολ., για την ενίσχυση της δικής της βιομηχανίας επεξεργαστών. Πρόκειται για την κινεζική απάντηση στο πακέτο εγγυήσεων και δανείων συνολικού ύψους 52,7 δισ. δολ. που έχει εγκρίνει από τον Αύγουστο η κυβέρνηση Μπάιντεν για την παραγωγή και έρευνα στον τομέα των επεξεργαστών, μαζί και με σειρά από φοροαπαλλαγές και εκπτώσεις φόρων στις μονάδες παραγωγής επεξεργαστών συνολικού ύψους 24 δισ. δολ.
Πηγές του Πεκίνου που μίλησαν στο Reuters σε καθεστώς ανωνυμίας τόνισαν πως η Κίνα σχεδιάζει να διαθέσει αυτό το πακέτο ενισχύσεων, ένα από τα μεγαλύτερα που έχει αποφασίσει ποτέ, μέσα σε χρονοδιάγραμμα πενταετίας, κυρίως ως επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές προκειμένου να δώσει ώθηση στην εγχώρια παραγωγή και έρευνα. Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ενίσχυσης θα χρησιμοποιηθεί ως επιδότηση στις κινεζικές επιχειρήσεις που θα αγοράζουν εξοπλισμό επεξεργαστών εγχώριας παραγωγής. Την ίδια στιγμή, άλλωστε, το Πεκίνο προσφεύγει στον ΠΟΕ καταγγέλλοντας ως «εμπορικό προστατευτισμό» το εμπάργκο που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον κατά των πωλήσεων επεξεργαστών και εξοπλισμού επεξεργαστών στις κινεζικές βιομηχανίες. Πρόκειται για τη δέσμη απαγορεύσεων και ελέγχων στις εξαγωγές που αποφάσισε η κυβέρνηση Μπάιντεν και την ανακοίνωσε στις 7 Οκτωβρίου. Μεταξύ άλλων η δέσμη αυτή απαγορεύει στους Αμερικανούς πολίτες και στους αλλοδαπούς κατόχους άδειας παραμονής στις ΗΠΑ να βοηθήσουν στην «ανάπτυξη ή παραγωγή» μικροτσίπ σε ορισμένες μονάδες παραγωγής στην Κίνα. Στην προσφυγή της στον ΠΟΕ το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου κατηγορεί την υπερδύναμη ότι υπονομεύει την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Η Ουάσιγκτον έχει υπεραμυνθεί των περιορισμών που επέβαλε υποστηρίζοντας ότι στοχεύουν στην υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων και της εθνικής ασφάλειας της χώρας.
Στην κούρσα της στήριξης του κλάδου έχει μπει και η Ε.Ε. με το πακέτο στήριξης ύψους 43 δισ. ευρώ, που έχει παρουσιάσει εδώ και μήνες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε μια προσπάθεια να προσελκύσει τις μεγαλύτερες βιομηχανίες μικροτσίπ του κόσμου να μεταφέρουν μονάδες παραγωγής τους εντός της Γηραιάς Ηπείρου. Η προσπάθεια της Κομισιόν έχει αποφέρει κάποιους καρπούς, καθώς ο αμερικανικός κολοσσός των επεξεργαστών, η Intel, έχει δεσμευθεί να επενδύσει 33 δισ. ευρώ στον κλάδο εντός Ε.Ε. Το επενδυτικό του σχέδιο περιλαμβάνει και δαπάνη ύψους 17 δισ. ευρώ για ένα εξαιρετικά μεγάλο σχέδιο στη Γερμανία. Η Κομισιόν ευελπιστεί πως το πακέτο των ενισχύσεων θα προσελκύσει επενδυτές, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το μερίδιο της Ε.Ε. στην παγκόσμια αγορά επεξεργαστών και από το λιγότερο του 10% στο οποίο ανέρχεται προς το παρόν να εκτοξευθεί στο 20% μέχρι το 2030. Το σημαντικότερο είναι, πάντως, να απεξαρτηθεί η Γηραιά Ηπειρος από τις βιομηχανίες της Ασίας, όπως η TSMC της Ταϊβάν και η Samsung της Νότιας Κορέας, σε μια στιγμή που οι εντάσεις ανάμεσα στις ανατολικές δυνάμεις και τη Δύση απειλούν να αποδιαρθρώσουν την εφοδιαστική αλυσίδα.
Η παγκόσμια αγορά επεξεργαστών υπερέβη για πρώτη φορά τα 500 δισ. δολ. μέσα στο 2021 και αναμένεται να φθάσει το 1 τρισ. δολ. μέχρι το 2030. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο στάδιο της κατασκευής τουλάχιστον 81 νέες μονάδες μικροτσίπ, με χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης των σχετικών έργων ανάμεσα στο 2021 και το 2025. Οι 10 από αυτές στην Ευρώπη, ενώ οι 14 θα είναι στις ΗΠΑ και οι 21 στην Ταϊβάν. Η Ταϊβάν είναι μέχρι στιγμής η μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη στην παραγωγή μικροτσίπ. Ειδικότερα, στην υψηλότερη τεχνολογία, τους επεξεργαστές κάτω των 10 νανομέτρων, το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά φθάνει το 90%.
Στην Ε.Ε. υπάρχουν ήδη σημαντικά συγκροτήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας των επεξεργαστών, όπως οι μονάδες στο Λόιβεν του Βελγίου, στη Δρέσδη της Γερμανίας και στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας . Σε ό,τι αφορά, όμως, τις προσπάθειες της Κομισιόν για την τόνωση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας μικροτσίπ, ενσπείρουν και πάλι διχογνωμία ανάμεσα στους διάφορους παράγοντες της αγοράς. Πολλοί επικριτές της προσέγγισής της υποστηρίζουν πως η Ε.Ε. σπαταλάει τα χρήματα των φορολογουμένων και ότι θα ήταν καλύτερα να τα δαπανήσει για να επεκτείνει την παραγωγική της δυνατότητα σε ώριμες τεχνολογίες επεξεργαστών, δηλαδή σε αυτές που χρησιμοποιούν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι βιομηχανικές εφαρμογές. Παράγοντες της βιομηχανίας επισημαίνουν, άλλωστε, ότι η δημιουργία μιας εφοδιαστικής αλυσίδας αναγκαίας για τους επεξεργαστές της υψηλότερης τεχνολογίας θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί, ενώ θα απαιτήσει πολύ περισσότερα χρήματα των φορολογουμένων. Οι χώρες της Ασίας, Κίνα, Ταϊβάν και Νότια Κορέα, δαπανούν πολλά δισεκατομμύρια δολάρια επί δεκαετίες για να στηρίξουν τις δικές τους βιομηχανίες μικροτσίπ.