Έχω παρατηρήσει πως με το πέρασμα των χρόνων, παρακολουθώ όλο και λιγότερο τηλεόραση. Σ` αυτό έχει συντελέσει όχι μόνο ο περιορισμένος ελεύθερος χρόνος μου, αλλά και το ότι δύσκολο μου τραβά πια το ενδιαφέρον κάποια εκπομπή ή σειρά. Ίσως γιατί μεγαλώνοντας αναζητώ όλο και περισσότερο την ποιότητα και την ουσία μέσα από ό,τι παρακολουθώ ή διαβάζω.
Κι ήρθαν αυτήν τη σεζόν τα πιο αθώα, τρυφερά, νοσταλγικά...«Τα καλύτερά μας χρόνια», για να τα ζήσουμε μέσα από την ΕΡΤ, μέσα από τη συναρπαστική οικογενειακή σειρά εποχής, σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη Και του Νίκου Απειρανθίτη, σκηνοθεσία της Όλγας Μαλέα, με πρωταγωνιστές τον Μελέτη Ηλία και την Κατερίνα Παπουτσάκη, για να κάνουν τη διαφορά.
Μας γυρίζουν στα τέλη δεκαετίας του ’60. Μια εποχή που γνώρισα μέσα από διηγήσεις της μαμάς και της γιαγιάς μου. Χρόνια που φάνταζαν στο μυαλό μου για διάφορους λόγους ιδανικά κι ας υπήρχαν ένα σωρό προβλήματα. Κι αυτό γιατί υπήρχαν ακόμα κάποιες αξίες που με τα χρόνια χάνονται...
Τότε, που η τηλεόραση άρχισε να εισβάλλει δυναμικά στη ζωή των ανθρώπων και που οι οικογένειες συγκεντρώνονταν γύρω από αυτήν... Σε ένα καθεστώς δικτατορίας όπου όλοι ήλπιζαν για ένα καλύτερο αύριο, δίχως να ξέρουν πότε θα ερχόταν.
Ένα μικρό αγόρι, ο οκτάχρονος Άγγελος, ο μικρότερος γιος μιας πενταμελούς οικογένειας -εξαμελούς μαζί με τη γιαγιά Ερμιόνη-, διηγείται την ιστορία ξεκινώντας από μια μέρα του Ιούλη του 1969. Με τη δική του φωνή παρακολουθούμε την εξέλιξη της ελληνικής οικογένειας στην πορεία του χρόνου. Με χιούμορ, συγκίνηση, νοσταλγία θα γνωρίσουμε μαζί του τις ζωές τρεις γενεών Ελλήνων.
Η αγαπημένη σεναριογράφος, Κατερίνα Μπέη, για ακόμα μια φορά δημιουργεί ήρωες που γεννούν ποικίλα συναισθήματα. Ξυπνούν μνήμες για όσους έζησαν εκείνη την εποχή, ενδιαφέρον για να τη γνωρίσουν οι νεότεροι που τότε δεν είχαν ακόμα γεννηθεί.
Ας δούμε όλα όσα μου είπε στην συνέντευξη που ακολουθεί.
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε μια σειρά που διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ‘60;
Η Νάταλι Δούκα και ο Διονύσης Σαμιώτης παραγωγοί της εταιρίας Tanweer -που κάναμε και την “Ευτυχία”- μου πρότειναν να κάνω-μαζί με τον Νίκο Απειρανθίτη- τη διασκευή του σεναρίου από το ισπανικό φορμάτ και δεν μπορούσα να πω όχι. Αφ ενός γιατί έχει μια αφοπλιστική αθωότητα και τρυφερότητα, παρά το γεγονός ότι διαδραματίζεται σε άγριες εποχές, κι αυτό έχει από μόνο του ένα ενδιαφέρον κι αφ ετέρου γιατί οι συντελεστές ήταν οι καλύτεροι.
«Τα καλύτερά μας χρόνια»... Είναι αλήθεια ότι εκείνη η εποχή της χούντας ήταν ιδιαίτερα δύσκολη -άλλωστε και ποια δεν είναι- όμως υπήρχε ελπίδα, όπως και κάποιες αξίες και ιδανικά που δυστυχώς εκλείπουν σήμερα... Λαμβάνοντας υπόψιν, λοιπόν, τον τίτλο της σειράς, γιατί θεωρείτε ότι εκείνα τα χρόνια ήταν τα καλύτερα;
Γιατί, τα καλύτερά μας χρόνια, είναι πάντα τα πιο αθώα και τα πιο «ακατέργαστα», τα παιδικά μας χρόνια.
Απ’ την άλλη, ο τίτλος μπορεί να μεταφραστεί και με μια δόση ειρωνείας, αφού αναφέρεται σε μια πραγματικά ζοφερή εποχή. Κι εκεί είναι το οξύμωρο: ενώ το πλαίσιο ήταν δύσκολο και καταπιεστικό, ωστόσο οι αναμνήσεις είναι γλυκές και ωραιοποιημένες. Με τον τρόπο που επεμβαίνει ο χρόνος στην πραγματικότητα και συχνά το υποκειμενικό, υπερισχύει του αντικειμενικού.
Τα οικογενειακά τραπέζια, τα παιχνίδια στις αλάνες, ο πετροπόλεμος , τα «Σεραφίνο» από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, η γλυκιά αναμονή για να αποκτήσει κανείς τηλεόραση ή πλυντήριο, είναι κάποιες από τις ουσιαστικές διαφορές από τη σύγχρονη πραγματικότητα της τεχνολογικής εξέλιξης και της έλλειψης επικοινωνίας των ανθρώπων σήμερα... Αν είχατε τη δυνατότητα να επιλέξετε ανάμεσα στη σημερινή και την τότε εποχή, ποια θα διαλέγατε και γιατί ;
Για τα παιδικά μου χρόνια, θα επέλεγα το τότε. Για τα ενήλικα, παρά τις δυσκολίες και τις ανατροπές, θα προτιμούσα να ζω τώρα, γιατί η έννοια της ελευθερίας και της ανεμπόδιστης έκφρασης, μπορεί όταν είσαι παιδί να μην επηρεάζει τόσο τη ζωή σου-που ούτως ή άλλως είναι γεμάτη απαγορεύσεις από τους «μεγάλους»-αλλά στην ενήλικη ζωή είναι καθοριστική της ποιότητάς της. Επίσης, οι δυνατότητες που δίνουν πλέον τα social media, κάνουν τη διαφορά και στην έκφραση και την ενημέρωση και τη διακίνηση ιδεών.
Η 19χρονη Ελπίδα, μεγαλύτερη αδελφή του Άγγελου, κάνει τη σεξουαλική της επανάσταση φορώντας μπικίνι... Σήμερα τα social media κατακλύζονται από γυναίκες που όχι μόνο φοράνε μπικίνι, αλλά αποκαλύπτουν άνετα ακόμα και τα πιο απόκρυφα σημεία του κορμιού τους... Που οδηγεί κατά τη γνώμη σας αυτή η «αλλαγή» στις σχέσεις των ανθρώπων;
Μπορεί οι τρόποι που οι άνθρωποι εκφράζονται, σε κάθε εποχή να διαφέρουν, οι ανάγκες τους όμως, νομίζω όμως πως είναι οι ίδιες. Κάτι από εκείνα τα χρόνια, μας φαίνεται γραφικό τώρα ενώ τότε ήταν τολμηρό, αντίστοιχα τότε-κάτι σημερινό- θα έμοιαζε αδιανόητο. Η ουσία όμως είναι ότι η ανάγκη έκφρασης είναι κατά βάθος κοινή. Το πλαίσιο αλλάζει κι ο τρόπος.
Στην ταινία του Sydney Pollack, “The way we were” (1973) που αποδόθηκε ο ελληνικός τίτλος : “Τα καλύτερά μας χρόνια”, οι ήρωές του κάποτε έσμιξαν για να αποθεώσουν την μαγεία του έρωτα. Στη συνέχεια, όμως, τράβηξαν διαφορετικές πορείες. Η Κέιτι, λίγο πριν χωρίσουν, λέει στον Χάμπελ : «Δεν θα ήταν υπέροχο, αν ήμασταν γέροι και είχαμε επιβιώσει από όλα αυτά;» Πότε πιστεύετε ότι μπορεί κάποιος να εκτιμήσει ποια είναι “τα καλύτερά του χρόνια”; Όταν τα βιώνει ή μεγαλώνοντας σε έναν απολογισμό της ζωής του;
Σίγουρα για να εκφραστεί ένας απόλυτος χαρακτηρισμός, καλό είναι να υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Όμως απ`την άλλη κι ο χρόνος λειτουργεί καταλυτικά κι έτσι συχνά μεγεθύνει τα βιώματα και κάνει τα καλά να μοιάζουν καλύτερα και τα κακά, χειρότερα. Οπότε ο όποιος απολογισμός, φέρει και την ενέργεια της στιγμής που συμβαίνει.
“Υπάρχουν κάποια πράγματα που τα μαθαίνεις καλύτερα μέσα στην ηρεμία και στη γαλήνη και κάποια μέσα στην καταιγίδα.” έχει πει η Willa Cather. Εσείς, σε αντίστοιχες στιγμές της ζωής σας, τι μάθατε καλύτερα;
Στην καταιγίδα λειτουργείς συνήθως ενστικτωδώς, προσπαθείς να «σωθείς». Όταν περάσει το πρόβλημα, μπορείς να επεξεργαστείς τι έγινε, αν βέβαια το θέλεις. Γιατί συχνά είναι πιο θεραπευτικό να μην υπεραναλύεις.
”H ζωή σου θα γίνει ωραία και ασφαλής όταν η αγάπη θα σημαίνει για σένα περισσότερα απ’ το χρήμα.” έλεγε ο Wilhelm Reih. Στη σημερινή εποχή που πολλά ιδανικά και αξίες έχουν πάψει να κυριαρχούν, η παραπάνω φράση ποιους τελικά εκφράζει; Θα ήθελα να σχολιάσετε.
Ο καθένας ψάχνει την ασφάλεια και την ηρεμία, ανάλογα με τις ελλείψεις του. Σίγουρα περάσαμε δύσκολα χρόνια και το χρήμα θεοποιήθηκε, αλλά δε μου φαίνεται περίεργο. Ό,τι είναι σε έλλειψη αποκτά ζήτηση.
Realities, shows με διάττοντες “αστέρες”- που συχνά τα media τους προβάλλουν εμμέσως ως “πρότυπα” για τα παιδιά μας - είναι οι κυρίαρχοι της μικρής οθόνης. Αν ο μικρός σας ήρωας, ο οκτάχρονος Άγγελος, μπορούσε να διακτινιστεί στο σήμερα και να δίνει τι συμβαίνει στην τηλεόραση που φάνταζε τόσο μαγική σε εκείνον, τι θα έλεγε;
Σίγουρα κάτι σουρεαλιστικό θα έλεγε στον φίλο του τον Λούη και δεν αποκλείεται μαζί να αποφάσιζαν να βάλουν το τηλεοπτικό πεδίο σε τάξη.
Η ποιότητα λείπει και μέσα από το νέο σας εγχείρημα δίνετε την ευκαιρία στους μεγαλύτερους να “ξαναζήσουν” τα χρόνια της αθωότητας και του ρομαντισμού, ενώ στους νεότερους να τα “γνωρίσουν”… Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε ;
Η έννοια του «μηνύματος» δεν με κάνει να αισθάνομαι άνετα.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου αγγελιοφόρο κάποιου ιδανικού, ούτε νιώθω την ανάγκη να υποδείξω κάποια αξία.
Όλοι οι πολύ καλοί συνεργάτες και οι λαμπεροί ηθοποιοί μας, κάνουμε μια ομαδική δουλειά, με όρεξη και φροντίδα και προσπαθούμε όλοι μαζί, να μεταφέρουμε εκείνα τα χρόνια, με όσο γίνεται πιο πολύ τρυφερότητα, χιούμορ και συγκίνηση.
“Ποτέ οι στέγες των σπιτιών δεν ήταν τόσο κοντά και οι καρδιές των ανθρώπων τόσο μακριά όσο σήμερα.” είναι τα λόγια του μεγάλου Αντώνη Σαμαράκη. Θα ήθελα να σχολιάσετε.
Νομίζω πως όλα είναι θέμα διάθεσης. Το «μακριά» και το «κοντά», όπως και ότι καθορίζει τη ζωή μας, πέρα από τα στερεότυπα, είναι προσωπική μας απόφαση.