Βοηθά επίσης στη διατήρηση της λειτουργίας του εγκεφάλου και του ανοσοποιητικού συστήματος.
Ερευνητές στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Σάο Κάρλος (UFSCar) στη Βραζιλία και στο University College του Λονδίνου (UCL) στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D μειώνει τον κίνδυνο δυναπενίας στους ηλικιωμένους κατά 78%.
Η δυναπενία είναι η απώλεια της μυϊκής δύναμης που σχετίζεται με την ηλικία. Οφείλεται εν μέρει στη μυϊκή ατροφία και αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου σωματικής ανικανότητας. Τα άτομα με δυναπενία είναι πιο πιθανό να πέσουν, να χρειαστεί να διακομιστούν στο νοσοκομείο, να νοσηλευτούν και να πεθάνουν.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα για 3.205 άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω, τα οποία παρακολουθήθηκαν για τέσσερα χρόνια, στο πλαίσιο μακροχρόνιας μελέτης (English Longitudinal Study of Aging - ELSA), που ξεκίνησε το 2002 και διήρκεσε πάνω από 15 χρόνια.
«Η βιταμίνη D είναι γνωστό ότι συμμετέχει σε διάφορες λειτουργίες του οργανισμού. Στην πραγματικότητα, είναι μια ορμόνη και οι πολλοί ρόλοι της περιλαμβάνουν την αποκατάσταση των μυών και την απελευθέρωση ασβεστίου για τις συστολές των μυών», δήλωσε ο Tiago da Silva Alexandre, καθηγητής γεροντολογίας και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Τα οστά και ο μυϊκός ιστός συνδέονται μεταξύ τους όχι μόνο μηχανικά και φυσικά, αλλά και βιοχημικά. «Ενδοκρινικές διαταραχές όπως η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια της οστικής πυκνότητας καθώς και σε μείωση της μυϊκής μάζας, της δύναμης και της λειτουργικότητας», είπε.
Το δείγμα της μελέτης περιελάμβανε άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω χωρίς δυναπενία. Η δύναμη λαβής (που αποτελεί καλό δείκτη συνολικής μυϊκής δύναμης) ήταν 26 κιλά και πάνω για τους άνδρες και 16 κιλά και πάνω για τις γυναίκες.
Το κύριο συμπέρασμα ήταν ότι τα άτομα με ανεπάρκεια βιταμίνης D, που ορίζεται ως λιγότερα από 30 nanomoles ανά λίτρο στο αίμα, είχαν 70% υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν δυναπενία μέχρι το τέλος της τετραετούς περιόδου της μελέτης από εκείνα με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D (πάνω από 50 nmol/L).
«Πρόκειται για σημαντικό εύρημα, καθώς δείχνει ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D αυξάνει τον κίνδυνο μυϊκής αδυναμίας κατά 70%. Ωστόσο, επειδή γνωρίζαμε ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ατόμων με οστεοπόρωση που λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμινών, έπρεπε να μετρήσουμε την αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων βιταμίνης D», δήλωσε ο Maicon Luís Bicigo Delinocente, έτερος συγγραφέας της μελέτης.
Όταν τα άτομα με οστεοπόρωση και όσοι έπαιρναν βιταμίνη D αποκλείστηκαν από την ανάλυση, «διαπιστώσαμε ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης μυϊκής αδυναμίας μέχρι το τέλος της τετραετίας ήταν 78% υψηλότερος για τα άτομα με ανεπάρκεια βιταμίνης D στην αρχή της μελέτης σε σχέση με τα άτομα με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D και 77% υψηλότερος για τα άτομα με ανεπάρκεια βιταμίνης D (30-50 nmol/L)».
Τα ευρήματα έδειξαν ότι ο κίνδυνος μυϊκής αδυναμίας ενισχύεται τόσο από την έλλειψη όσο και από την ανεπάρκεια βιταμίνης D, είπε ο Alexandre. «Ένα άλλο συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι είναι σημαντικό να λαμβάνετε βιταμίνη D εάν έχετε έλλειψη ή ανεπάρκεια», πρόσθεσε.
Το σώμα μας συνθέτει βιταμίνη D μόνο όταν μεγάλες περιοχές του δέρματος εκτίθενται στο ηλιακό φως, υπενθύμισε ο Alexandre. «Είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε στους ανθρώπους ότι κινδυνεύουν να χάσουν τη μυϊκή τους δύναμη εάν δεν λαμβάνουν αρκετή βιταμίνη D. Πρέπει να εκτίθενται στον ήλιο, να τρώνε τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D ή να λαμβάνουν συμπλήρωμα και να κάνουν ασκήσεις με αντιστάσεις για να διατηρήσουν τη μυϊκή τους δύναμη», είπε.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στο περιοδικό Calcified Tissue International.
via onmed.gr