13 Σεπτεμβρίου 2022

Μήπως μυρίζουμε όπως οι καλοί μας φίλοι;

Νέες έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι φιλίες μας ίσως ξεκινούν από την κοινή σωματική μυρωδιά.
Νέες έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι φιλίες μας ίσως ξεκινούν από την κοινή σωματική μυρωδιά.

Όσοι έχουν σκύλο γνωρίζουν καλά πως σχεδόν σε κάθε βόλτα θα διασταυρωθούν οι δρόμοι με κάποιο άλλο συμπαθές τετράποδο και κάθε μα κάθε φορά μια ιεροτελεστία ξεκινάει που θα κρίνει τη συνέχεια. Τα ρουθούνια ανοίγουν διάπλατα και κάθε σημείο του σώματος των δύο, περνάει από  εξονυχιστικό έλεγχο ‘’οσμής’’. Η διαδικασία κρατάει μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα, γεμάτα ένταση και χωρίς εμφανή σημάδια για το αποτέλεσμα. Καμία από τις δύο πλευρές δεν αποκαλύπτει από την αρχή τη σημασία των ‘’σημάτων’’ που παίρνει. Αντί αυτού, δίνει ευκαιρίες, το κουράζει μέχρι να καταλήξει στην απόφαση. Φίλος ή εχθρός; Και ανάλογα ξεκινάει το πανηγύρι.

Είναι μια συνήθεια που έχουμε παρατηρήσει σε όλα τα θηλαστικά που βρίσκονται επάνω στον πλανήτη μας, μέχρι τώρα όμως είχαμε ξεχάσει ένα. Τον άνθρωπο. Είχαμε αμελήσει τη σημασία που έχει η μύτη στη διαλογή της ‘’αυλής’’ μας και πως οι οσμές καθορίζουν τον τρόπο που λειτουργούμε στην καθημερινότητά μας. Σίγουρα δεν είναι άγνωστη η δύναμη της μυρωδιάς στο να ξυπνάει αναμνήσεις και να φέρνει στο μυαλό ολοζώντανες εικόνες που είχαμε καταχωνιάσει σε κάποια από τις γωνιές του για τους δικούς μας λόγους. Το πόσο έντονα όμως η μυρωδιά παίζει ρόλο στο πως αξιολογούμε και χτίζουμε τον περίγυρό μας ήταν μια άγνωστη διαδικασία. Μέχρι τώρα.

Η Inbal Ravreby, μία φοιτήτρια του Weizmann’s Brain Sciences Department στο Ισραήλ ακολούθησε έναν απλό συλλογισμό. Πρώτον ότι συνεχώς μυρίζουμε τον εαυτό μας. Ασυναίσθητα. Έχουμε ακριβή εικόνα ης μυρωδιάς του σώματός μας και μπορούμε να την αναγνωρίσουμε, όσο και αν την έχουμε συνηθίσει. Και δεύτερον ότι, διαμορφώνουμε τις παρέες μας βασισμένοι σε κοινά χαρακτηριστικά, βιώματα, ενδιαφέροντα και εμπειρίες, σε τέτοιο βαθμό που δεν θα ήταν λογικό να μένουν εκτός οι προτιμήσεις σε γεύσεις και μυρωδιές. Πόσο παράξενο θα ήταν λοιπόν να αποδεχόμαστε πιο εύκολα και να συνάπτουμε σχέσεις συχνότερα με ανθρώπους που μυρίζουν όπως εμείς;

Η Inbal προχώρησε σε ένα πείραμα για να αποδείξει τη θεωρία της. Πήρε ζευγάρια φίλων, του ίδιου φύλου και χωρίς κάποιο ερωτικό στοιχείο στη σχέση τους, προσέχοντας η κοινή τους πορεία να μην έχει ξεκινήσει από μακροχρόνια συνύπαρξη αλλά να προέκυψε τυχαία και άμεσα. Παράλληλα, δημιούργησε τυχαία ζευγάρια από εθελοντές που δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους.  Απομονώνοντας σωματικές εκκρίσεις από όλους, έκανε δύο ελέγχους σχετικά με την ομοιότητα των οσμών των ζευγαριών. Η πρώτη με μία συσκευή, την eNose, η οποία προχώρησε σε χημική ανάλυση των εκκρίσεων ώστε να καταλήξει στα κοινά τους χαρακτηριστικά, ενώ η δεύτερη με τη συμμετοχή εθελοντών που έπρεπε να καταλήξουν στις οσμές που έβρισκαν όμοιες.

Τα αποτελέσματα και των δύο μεθόδων σύγκρισης, έδειξαν πως στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα ζευγάρια φίλων είχαν κοινές οσμές, εδώ όμως ήρθε ένας νέος προβληματισμός. Και αν οι οσμές αυτές προκαλούνται από τις κοινές συνήθειες και προτιμήσεις, όπως το φαγητό; Για να διαλευκάνει και αυτό το κομμάτι, η Inbal προχώρησε ένα βήμα παρακάτω. Πήρε τυχαίους εθελοντές, άγνωστους μεταξύ τους και τους έβαλε να λειτουργήσουν μέσα σε ένα περιβάλλον, χωρίς τη δυνατότητα να μιλάνε μεταξύ τους, ώστε να μη γνωρίζει ο ένας τις προτιμήσεις και το υπόβαθρο του άλλου. Στο τέλος τους κάλεσε να επιλέξουν τα άτομα με τα οποία πιστεύουν πως θα έκαναν παρέα. Νωρίτερα, είχαν συγκεντρωθεί δείγματα σωματικών εκκρίσεων από όλους τους συμμετέχοντες στα οποία και έγινε ανάλυση. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως σε ποσοστό 71% οι απαντήσεις των εθελοντών έδειχναν άτομα τα οποία είχαν κοινές οσμές με τους ίδιους, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάποιον ερευνητή, να προβλέψει με αρκετά μεγάλη επιτυχία την πιθανότητα φιλικών σχέσεων μεταξύ ατόμων, βασιζόμενος και μόνο στις οσμές που εκκρίνει ο καθένας. Τελικά, δε διαφέρουμε τόσο όσο πιστεύουμε από τα ζώα του πλανήτη.