09 Μαρτίου 2022

Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος | Όταν τίποτα πια δεν είναι δεδομένο

Φανταστείτε πως θα αισθανόμασταν, αν ξαφνικά μετά από καμιά δεκαριά μέρες, καμιά εκατοστή από εμάς βρισκόμασταν κάτω από μια μισογκρεμισμένη γέφυρα, με μια βαλίτσα στο χέρι
Φανταστείτε πως θα αισθανόμασταν, αν ξαφνικά μετά από καμιά δεκαριά μέρες, καμιά εκατοστή από εμάς βρισκόμασταν κάτω από μια μισογκρεμισμένη γέφυρα, με μια βαλίτσα στο χέρι

Σταματήστε για λίγο και σκεφτείτε. Προσπαθήστε να θυμηθείτε τι κάνατε κάποια από τις μέρες της προηγούμενης εβδομάδας.

Εγώ για παράδειγμα κάποια από αυτές τις μέρες αφού ξύπνησα γύρω στις 7, έκανα κάποια πράγματα για λίγο στο Κλικ, μετά βγήκα έξω για έναν καφέ, πήγα την μικρή μου κόρη, την Δέσποινα, στην Πάντειο που σπουδάζει, γυρίζοντας και αφού κόλλησα για κάμποση ώρα στην κυκλοφορία,έκανα κάποιες μικροδουλειές, μετά έγραψα κάτι για το Κλικ, πήγα κάπου να φάω κάτι, γύρισα, είδα για αρκετή ώρα τηλεόραση, μια και τα νέα ήταν καθηλωτικά και κάποια ώρα κοιμήθηκα. Η μέρα μου κύλησε μέσα στα δεδομένα αυτής της εποχής. Μιας ζωής που μέσα στα καλά και στα δύσκολα της καθημερινότητας, έχει μια σχετική σταθερότητα και υποθέτω πως κάπως έτσι  κύλησαν και για σας αυτές τις μέρες. Ανάμεσα στη δουλειά μας και στο σπίτι την οικογένεια και τους φίλους, τα καλά και τα δύσκολα που έχει η ζωή του καθενός.

Φανταστείτε πως θα αισθανόμασταν, αν ξαφνικά μετά από καμιά δεκαριά μέρες, καμιά εκατοστή από εμάς βρισκόμασταν κάτω από μια μισογκρεμισμένη γέφυρα, με μια βαλίτσα στο χέρι, που θα είχε μέσα της ότι θα είχαμε καταφέρει να πάρουμε βιαστικά, άλλοι με τα παιδιά μας, άλλοι με τους γονείς μας, ή φίλους και άλλοι χωρίς να ξέρουμε που βρίσκονται οι δικοί μας τρομαγμένοι να περιμένουμε να σταματήσουν να πέφτουν οι βόμβες, ώστε να μπορέσουμε να φύγουμε από εκεί, να τρέξουμε ένας Θεός ξέρει προς τα πού, ώστε να βρούμε το επόμενο καταφύγιο αν δεν μας προλάβει καμιά βόμβα ή καμιά σφαίρα σε ένα δρόμο προς κάποια σωτηρία, πέρα από τα σύνορα, για μια άλλη ζωή, που δεν θα ξέρουμε ποια θα είναι, σε κάποιες άλλες χώρες, ποιος ξέρει που.

Έτσι άλλαξε ξαφνικά η ζωή σ’ αυτούς που εικονίζονται σ’ αυτήν την συγκλονιστική φωτογραφία, κάπου έξω από το Κίεβο, με τους Ουκρανούς, που η ζωή τους, τους έφερε ξαφνικά κάτω από μια μισογκρεμισμένη γέφυρα στον δρόμο προς το άγνωστο.

Ένας άλλος δεν ήταν τόσο τυχερός. Προσπαθώντας να ξεφύγει χτυπήθηκε από σφαίρα, ή από τα θραύσματα κάποιας έκρηξης, ποιος ξέρει. Το άψυχο σώμα του σκεπάστηκε πρόχειρα με ότι βρέθηκε και δίπλα έμεινε όρθια και ορφανή η βαλίτσα, με ότι θα περιείχε πια η καινούργια ζωή του, στην οποία δεν πρόλαβε να φτάσει.

Και οι φωτογραφίες από αυτούς που κατάφεραν να φτάσουν σε κάποια χώρα έξω από τα σύνορα της Ουκρανίας, στην σωτηρία, μανάδες κυρίως με τα παιδιά τους, που δεν ξέρουν για ποιο λόγο βρέθηκαν ξαφνικά μέσα σε αυτοκίνητα, λεωφορεία και τρένα, μακριά από τα σπίτια τους και τις γνώριμες εικόνες.

Είναι τα εκατομμύρια προσωπικά δράματα, που όσο και να καταλαβαίνουμε, όσο και να συμπάσχουμε, δεν μπορούμε να ζήσουμε και να αισθανθούμε αυτό που βιώνουν.

Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί γύρω στο 1905 στα Δαρδανέλια της Τουρκίας. Δεν ξέρω πως και γιατί η οικογένεια τους είχε βρεθεί εκεί, ενώ οι πρόγονοι τους ήταν από τη Μάνη και με άλλο επώνυμο - Ανδρεάδης – διαφορετικό από αυτό που έχω κι εγώ τώρα. Η μάνα μου είχε γεννηθεί το 1917 στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχαν πάει ενώ η αρχική καταγωγή της ήταν από την Βύσανη ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου. Ο πατέρας της μάνας μου και παππούς μου, κουβαλούσε μαζί του ένα μπαούλο γεμάτο ρωσικά ρούβλια, από την εποχή των Τσάρων, η περιουσία που είχε συγκεντρώσει στην διάρκεια της ζωής του και που μηδενίστηκε, όταν με την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, άλλαξε το καθεστώς στη Ρωσία. Ο παππούς μου το κουβαλούσε πάντα μαζί του, ελπίζοντας – μάταια - πως κάποια στιγμή η περιουσία του θα ξαναέπαιρνε την αξία της. Δεν γνώρισα ποτέ τον παππού μου, αλλά μεγάλωσα δίπλα σ’ αυτό το μπαούλο με τα ρούβλια και δεν καταλάβαινα τότε τι τα ήθελε η μάνα μου, όλα αυτά τα χαρτιά – έτσι τα έβλεπα – στο μπαούλο.

Ούτε ο πατέρας μου ούτε η μάνα μου, μου μίλησαν ποτέ γι αυτή τη ζωή που άφησαν πίσω, ούτε για το πώς βρέθηκαν σε κάποιο πλοίο, κάποιοι από εδώ κάποιοι από εκεί, που τους μετέφερε στην καινούργια ζωή τους. Ούτε για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που τον έζησαν μαζί, μια και στο μεταξύ είχαν γνωριστεί και είχαν παντρευτεί. Μόνο κάποιες μικρές διηγήσεις για το πώς ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι, αναγκαζόταν να ταξιδεύει έξω από την Αθήνα, στα χωρία, προσπαθώντας να βρει τρόφιμα και ένα μπουκάλι λάδι για την οικογένεια του. Στην μάνα μου η εμπειρία από την πείνα της Κατοχής, είχε αφήσει το λεγόμενο «κατοχικό σύνδρομο» και γι αυτό όποτε δεν έτρωγα όλο το φαγητό μου, μού  έλεγε «φάει παιδάκι μου όλο το φαγητό σου, τώρα που το έχεις». Το φαγητό που έμενε θα το έβαζε στο ψυγείο, για την επόμενη ημέρα.

Είχαν πάει και οι δυο στην Κωνσταντινούπολη, πολλά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’70 και είχαν αποφασίσει να πάνε, μέχρι τα Δαρδανέλια, την πόλη που είχε γεννηθεί ο πατέρας μου. Δεν έφτασαν ποτέ. Στα μισά ο πατέρας μου ζήτησε από τον οδηγό που τους μετέφερε, να τους γυρίσει πίσω. Δεν άντεχε την συγκίνηση αυτής της μετά από τόσα χρόνια επιστροφής.

Αφήνουν μεγάλα τραύματα, οι πόλεμοι η προσφυγιά, οι θάνατοι, τα ανθρώπινα δράματα.

Αφήνουν πληγές και μνήμες που μένουν τόσο ζωντανές και οδυνηρές, που θέλουμε να τα αφήσουμε πίσω μας, μακριά, σαν μια ζωή που έζησαν κάποιοι άλλοι.

Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος που βρεθήκαμε ξαφνικά, γεννήθηκε με τις οδύνες ενός μεγάλου τραύματος.

Όλοι εμείς που γεννηθήκαμε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε την τύχη να ζήσουμε σε μια πρωτοφανή ειρηνική περίοδο. Για όσους έζησαν πριν από το 1945 ο πόλεμος ήταν μέσα σ’ αυτά που περίμεναν να συμβούν στην διάρκεια της ζωής τους. Για τις γενιές που γεννήθηκαν στην διάρκεια των τελευταίων σχεδόν ογδόντα χρόνων, ο πόλεμος ήταν κάτι που γινόταν κάπου αλλού μακριά, κάτι που συνέβαινε σε άλλους, αλλά όχι σ’ εμάς.

Χρειάστηκαν 2.500 χρόνια, αμέτρητοι πόλεμοι και πολύ αίμα, για να μπορέσει η Ευρώπη να φτάσει σε αυτό το επίπεδο πολιτισμού, που με βάση την ελευθερία, την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, της επέτρεψαν να φτάσει σε ένα δεδομένο, που την κάνει πόλο έλξης και θαυμασμού για όλο τον κόσμο. Για να καταλάβει κανείς ποιο είναι το δεδομένο που εμπνέει την ανθρώπινη ψυχή θα πρέπει απλώς να αναλογιστεί σε ποιο μέρος του κόσμου θέλουν να φτάσουν, όσοι είτε από πόλεμο, είτε από το πόσο δύσκολη είναι ζωή εκεί που γεννήθηκαν, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.

Αλλά αν κάτι λάμπει τόσο πολύ δεν είναι, λίγοι εκείνοι που θέλουν να το καταστρέψουν γιατί απλώς τους εκθέτει.

Και για όλους εμάς που έχουμε ζήσει με ελευθερία, ο τρόπος ζωής που έχουμε συνηθίσει να ζούμε, μας κάνει συχνά να το θεωρούμε δεδομένο. Και όταν κάτι το θεωρούμε δεδομένο μας κάνει να το κριτικάρουμε και να το σνομπάρουμε και πολύ συχνά να θέλουμε να το καταστρέψουμε.

Αυτός ο πόλεμος που ξέσπασε στην Ευρώπη και κανείς δεν γνωρίζει ούτε αν, ούτε πότε και πως θα τελειώσει, ούτε κι αν εξελιχθεί σε κάτι μεγαλύτερο και πολύ χειρότερο, μας έφερε σε μια καινούργια πραγματικότητα, όπου όλα αυτά που θεωρούσαμε μέχρι τώρα δεδομένα, μπορεί εύκολα και καμιά φορά ολοκληρωτικά να χαθούν.

Και αυτό από μόνο του αναγκάζει τον καθένα από εμάς, σε μια προσωπική ενδοσκόπηση. Σε μια ενδοσκόπηση για το τι είναι ουσιαστικό και «ανθρώπινο» σ’ αυτή τη ζωή. Τι θαυμάζουμε και τι εμπιστευόμαστε και τι θεωρούμε αντίθετο από αυτό που δηλώνει η μικρή εσωτερική μας φωνή.

Μας αναγκάζει να κοιτάξουμε γύρω μας. Να δούμε πόσο εκτιμάμε και πόσο πολύτιμα είναι αυτά που έχουμε.

Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όλα μπορούν να χαθούν σε μια στιγμή και όσο κι αν το θεωρούμε αδιανόητο, να βρεθούμε κι εμείς με μια βαλίτσα στο χέρι, κάτω από μια γκρεμισμένη γέφυρα, στον δρόμο προς το άγνωστο.

Μας αναγκάζει να σκεφτούμε, τι είναι αυτό που το εντάσσουμε είτε στο φιλοσοφικά Καλό, είτε στο φιλοσοφικά Κακό.

Και τι έχουμε κάνει εμείς για ότι θεωρούμε Καλό και πόσο αντίθετοι έχουμε φανεί στην κρίσιμη στιγμή, όταν το Κακό εμφανίστηκε στην ζωή μας.

Μας αναγκάζει να αναλογιστούμε, ποιες είναι για μας προσωπικά, οι αξίες της ζωής μας.

Και τι είναι αυτό για το οποίο θα πολεμούσαμε αν χρειαζόταν.

Αυτό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο, δεν είναι το ότι έχει μυαλό και μπορεί να βγάζει συμπεράσματα, αλλά το τι συμπεράσματα βγάζει.

Και τι κάνει γι αυτό στην συνέχεια.

Τι είναι αυτά που κυνηγάμε αν αναπολήσουμε την ζωή μας; Το Χρήμα, η Επιτυχία, το Καλό ή το Κακό.

Τι νόημα έχουν για μας οι μεγάλες έννοιες όπως η Ηθική, το Δίκαιο και η Ελευθερία.

Ας ρίξουμε μια ακόμη ματιά στην φωτογραφία, με τους ανθρώπους κάτι από την γέφυρα, γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον…