11 Δεκεμβρίου 2017

Μαθήματα Αγάπης...

Μαθήματα Αγάπης | Άρης Τερζόπουλος | Γυναίκα | μητέρα | μαμά | klik
Τώρα που ένας χρόνος ακόμη τελειώνει, είναι ευκαιρία να θυμηθούμε αυτούς που αγαπάμε και αυτούς που αγαπήσαμε. Αφιερωμένο στην μητέρα μου την Αφροδίτη που έφυγε σαν σήμερα 12 χρόνια πριν, στις 11 Δεκεμβρίου 2005.-Από τον Άρη Τερζόπουλο
Τώρα που ένας χρόνος ακόμη τελειώνει, είναι ευκαιρία να θυμηθούμε αυτούς που αγαπάμε και αυτούς που αγαπήσαμε. Αφιερωμένο στην μητέρα μου την Αφροδίτη που έφυγε σαν σήμερα 12 χρόνια πριν, στις 11 Δεκεμβρίου 2005.-Από τον Άρη Τερζόπουλο

Στην εικόνα επάνω, η Αφροδίτη, η μητέρα μου στα 20 της χρόνια

Είναι και το σημερινό πρωϊνό, παρόμοιο με εκείνο 11 χρόνια πριν. Και ο ήλιος έλαμπε σαν σήμερα όταν με πήραν από το νοσοκομείο για να μου πουν ότι η μητέρα μου, η Αφροδίτη, είχε "φύγει". Είναι και πάλι από εκείνες τις μέρες που σε κάνουν να αισθάνεσαι καλά που είσαι ζωντανός. Είμαι στο σπίτι της Ευγενίας τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Ήρθα να κάνω παρέα στην κόρη μου την Αφροδίτη, που διαβάζει. Τελειώνει την τρίτη Λυκείου φέτος και θέλει να γίνει αρχαιολόγος. Κάνω και για αρχαιολογικό εύρημα Έχω πολλές ιδιότητες πια.

Με την Ευγενία έχουμε χωρίσει από χρόνια, αλλά για καλή μας τύχη έχουμε μείνει καλοί φίλοι. Είναι αυτή η αίσθηση της οικογένειας. Και ο Αλέξανδρος ο άνδρας της είναι φίλος μου. Κάτι περισσότερο. Το αισθάνομαι σαν αδελφό μου, παρ` όλο που τα ξύλα που μου φέρνει για το τζάκι δεν παίρνουν εύκολα. Θα στρώσει με τον καιρό. Βγήκαν να φάνε, με την μικρή μου κόρη την Δέσποινα και τα παιδιά του Αλέξανδρου. Είναι καλή τύχη να μένουν φίλοι τα πρώην ζευγάρια, όταν χωρίζουν. Λίγη αγάπη αρκεί για να κάνει την δουλειά.

Τότε όταν πέθανε η μητέρα μου, είχα γράψει στην Γυναίκα, αυτό το σημείωμα που θα διαβάσετε πάρα κάτω. Μου έφερε συγκίνηση το διάβασμα του και πάλι. Αλλά δεν είναι συγκίνηση της απώλειας. Είναι συγκίνηση για το θαυμάσιο κορίτσι, που η καλή μου τύχη είχε ορίσει ως μητέρα μου. Η μητέρα μου πέρα από το να μαγειρεύει καλά ήξερε ακόμη καλύτερα ένα πράγμα. Ήξερε να αγαπάει. Χωρίς να το διαφημίζει ποτέ. Το καταλάβαινες από την αγκαλιά της. Όπως τότε που νόμιζα ότι δεν είχα γράψει καλά όταν έδινα εισαγωγικές για την Ανωτάτη Εμπορική. "Μην σε νοιάζει βρε" μου είπε "έχεις εμένα και τον πατέρα σου" και με αγκάλιασε. Ήξερα πάντα πως αυτό ήταν αρκετό.

Δεν είχα την αίσθηση της απώλειας, ούτε εκείνη την μέρα που "έφυγε" η Αφροδίτη, η μητέρα μου, ούτε και λίγα χρόνια πριν, όταν είχε "φύγει" ο πατέρας μου ο Ευάγγελος. Ούτε και τώρα την έχω. Για κάποια χρόνια μετά τον θάνατο τους περιπλανιόντουσαν και οι δυο. Μετά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μέσα μου.

Αυτά τα πάρα κάτω είχα γράψει τότε στην Γυναίκα.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ


Η Αφροδίτη με τον άντρα της τον Ευάγγελο, τον πατέρα μου

Τώρα που ένας ακόμη χρόνος τελείωσε, είτε για να παρασύρει στη λησμονιά, τα όσα έγιναν στο πέρασμά του, είτε για να κρατήσει κάποια από αυτά για πάντα χαραγμένα στη μνήμη μας...ίσως είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε κάποια πράγματα. Και περισσότερο από όλα να θυμηθούμε αυτούς που αγαπάμε...

Εκείνο το πρωί της Κυριακής 11 Δεκεμβρίου, ο ήλιος έλαμπε σε ένα ψυχρό πρωινό με χειμωνιάτικες προδιαγραφές και καθαρή ατμόσφαιρα. Από τις μέρες που σε κάνουν να αισθάνεσαι καλά που είσαι ζωντανός. Παρ’όλο που ήταν Κυριακή, έπρεπε να κατέβω στο γραφείο για τα “κλεισίματα” του τεύχους του Κλικ, που έβγαινε πριν από τα Χριστούγεννα. Στη δική μας δουλειά, οι μέρες της αργίας είναι συχνά σχετικές. “Θα σε πάρω στο τηλέφωνο κατά τις πέντε και μετά θα έρθω να σε πάρω από το γραφείο να πάμε να δούμε τη μητέρα σου”, μου είπε η γυναίκα μου, η Ευγενία, την ώρα που πήγαινα προς την πόρτα. Η μητέρα μου είχε μπει και πάλι στο νοσοκομείο, μετά την τελευταία επιδείνωση της υγείας τς. Είχαμε πάει να τη δούμε στο νοσοκομείο, πριν από δυο-τρεις μέρες, με τον αδελφό μου τον Χρήστο και τον ανιψιό μου τον Ευάγγελο και παρ’ο που μας κοίταζε και τους τρεις, πότε τον ένα και πότε τον άλλο, δεν ήμουν σίγουρος ότι μας αναγνώριζε. Κάτι προσπαθούσε να πει κάθε τόσο, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει κανονικά. Ωστόσο, δυο μέρες αργότερα, το Σάββατο το απόγευμα που ο Χρήστος με τον Ευάγγελο ξαναπέρασαν, η μάνα μου τους αναγνώρισε και μάλιστα είχε κάνει κάποιο αστείο στον Ευάγγελο. Έδειχνε πως μάλλον θα κατάφερνε να ξεπεράσει και αυτή την κρίση, όπως είχε γίνει και το καλοκαίρι, που οι γιατροί μας είχαν πει ότι μάλλον είχε μπει σε τελικό στάδιο αλλά, παρ’όλα αυτά, είχε καταφέρει να συνέλθει τελείως εκπλήσσοντας και εμάς και τους γιατρούς. “Ανεξήγητο”, μας είχαν πει οι γιατροί “δεν υπάρχουν ευρήματα ούτε γιατί έπαθε την κρίση και πολύ περισσότερο για το ότι συνήλθε”. Ήξερα ότι δεν ήταν δυνατόν να το εξηγήσει κανείς επιστημονικά. Οι άνθρωποι ή μάλλον η ψυχή τους, που αυτή διευθύνει το σώμα, κρύβει δυνάμεις που δεν εξηγούνται επιστημονικά. Ήξερα πως η μάνα μου συνήλθε, γιατί για κάποιο λόγο ήθελε να γυρίσει για τελευταία φορά στο σπίτι της στο Ψυχικό, που είχε ζήσει με τον πατέρα μου, ώσπου να “φύγει” κι αυτός. Από τότε είχε βγει ελάχιστε φορές από το σπίτι και μόνο για να επισκεφτεί τον αδελφό μου ή εμένα. Γι’αυτό η μόνο έγνοια που είχα αυτούς τους δύο μήνες που έμεινε τότε στο νοσοκομείο, ήταν το να καταφέρει να ξαναπάει έστω και για λίγο στο σπίτι της και όταν κατάφερε τελικά και βγήκε από το νοσοκομείο, ησύχασα γιατί ήξερα πως αυτό που ήθελε το είχε καταφέρει. Προφανώς ήθελε να ξαναβρεθεί στον χώρο των αναμνήσεών της, πριν φύγει για πάντα. Όταν ξαναπήγε λοιπόν στο νοσοκομείο, ήμουν σίγουρος πως δεν θα ξανάβγαινε. Γι’αυτό και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση όταν, το Σάββατο το απόγευμα που μίλησα με τον Ευάγγελο, μου είπε πως και πάλι είχε σχετικά συνέλθει. Έπρεπε να είχα πάει τότε να τη δω. Λάθος και αμέλεια. Όταν “ξέρεις”, τέτοια λάθη δεν επιτρέπονται. Και κάποια λάθη δεν διορθώνονται ποτέ. Τέλος πάντων. Επρόκειτο να πάμε να τη δούμε εκείνη την Κυριακή το απόγευμα, με την Ευγενία.

Κατά τις τρεις το μεσημέρι βρισκόμουν στο ατελιέ του Κλικ, μαζί με την Ντίνα και φτιάχναμε τις τελευταίες σελίδες του τεύχους, όταν χτύπησε το κινητό μου τηλέφωνο, με την ένδειξη ενός αριθμού που μου ήταν άγνωστος. Ήταν η Μίλκα, η κοπέλα που έμενε μαζί με την μητέρα μου τα τελευταία χρόνια και που βρισκόταν κοντά της και τώρα που ήταν στο νοσοκομείο. “Κύριε Άρη”, μου είπε με σπασμένη από τη συγκίνηση φωνή, “δεν είναι καλό αυτό που θα σας πω, αλλά η κυρά Αφροδίτη “έφυγε”. Ένα κύμα αδρεναλίνης στον εγκέφαλο, αλλά σχετικά μικρό. Ελεγχόμενο. Έκλεισα το τηλέφωνο. “Πέθανε η μάνα μου”, είπα στην Ντίνα. “Πήγαινε”, μου είπε η Ντίνα με εκείνη την έκφραση που φέρνει στους ανθρώπους μια αναγγελία τέτοιου είδους. Ανέβηκα στο γραφείο μου, βγήκα για λίγο στο μπαλκόνι και άναψα ένα τσιγάρο. Η μέρα ήταν το ίδιο κρύα και λαμπερή. Μια υπέροχη μέρα για να είσαι ζωντανός. Δεν αισθανόμουν πόνο ή ταραχή. Δεν σκεφτόμουν κάτι συγκεκριμένο. Από το μυαλό μου περνούσαν γρήγορα σκόρπιες εικόνες από το παρελθόν. Στην αγκαλιά της τότε που ήμουν μικρός, αργότερα στο Ψυχικό με τον πατέρα μου. Ήταν μια θλίψη γλυκιά κι ευγενική, όπως ήταν και η μάνα μου σε όλη τη ζωή της. Τα τηλέφωνο άρχισαν να χτυπάνε σε λίγα λεπτά. Ο αδελφός μου είχε πάρει το μήνυμα, την στιγμή που έφτανε οδηγώντας στην Θεσσαλονίκη για κάποια δουλειά του και ετοιμαζόταν ήδη να πάρει το δρόμο του γυρισμού. Ήταν όμως και τα διαδικαστικά. Έπρεπε να πάω αμέσως στο νοσοκομείο. Κυριακή τρεισήμισι το μεσημέρι, έφτασα στο νοσοκομείο σε δέκα λεπτά. Πέρασα τον μακρύ διάδρομο, έστριψα δεξιά, ανέβηκα τα λίγα σκαλιά και βρέθηκα στο μικρό γραφείο με τις νοσοκόμες της πτέρυγας. Την είχαν πάρει όπως ήταν φυσικό. Περίμενα λίγο μέχρι να έρθει ο νοσοκόμος του θαλάμου.
”Πώς έφυγε;” τον ρώτησα όταν ήρθε. “Ήσυχα”, μου είπε “πολύ ήσυχα. Απλώς σταμάτησε να αναπνέει.” Ήσυχα. Όπως είχε ζήσει. Η συγκίνηση είχε αρχίσει να κινείται κοντά στα μάτια μου. “Μπορώ να την δω;” τον ρώτησα. “Βεβαίως”, μου απάντησε με εκείνη την έκφραση που είχε ανακατεμένο σεβασμό με συμπόνοια. Ξεκινήσαμε προς τα κάτω, στα υπόγεια. Βρεθήκαμε σε ένα μακρύ διάδρομο, έρημο από ανθρώπους. Μόνο τρεις νέοι ήταν καθισμένοι σε τρία καθίσματα λίγο παρά εκεί. Προχωρήσαμε στην άλλη άκρη, στο τέλος του διαδρόμου. Τα παπούτσια μας ήταν ο μόνος ήχος στο έρηο υπόγειο. “Εδώ είμαστε”, μου είπε ο νοσοκόμος όταν φτάσαμε στην συγκεκριμένη πόρτα. Ήταν ένα μικρό, ελαφρό φωτισμένο δωμάτιο. Το σώμα της μητέρας μου βρισκόταν στον μοναδικό πάγκο που βρισκόταν στη μέση του δωματίου, σκεπασμένο μέχρι επάνω με κάποιο ύφασμα. Ένας άλλος υπάλληλος του νοσοκομείου, ο υπεύθυνος του χώρου υπέθεσα, στεκόταν δίπλα της. Του έκανε νόημα με το κεφάλι και τράβηκε το σεντόνι. Το αγαπημένο πρόσωπο, με τις μνήμες του οποίουο ήταν φορτισμένο το μυαλό μου και η ψυχή μου, ήταν εκεί, χωρίς πνοή, αλλά ήρεμο, σχεδόν χαμογελαστό, ειρηνικό, όπως ήταν και στη ζωή της. Ήταν σα να κοιμόταν. “Ω μανούλα”, είπα. Το χέρι μου πήγε στο πρόσωπό της και χάιδεψε τα αγαπημένα χαρακτηριστικά. Χάιδεψα τους ώμους της πάνω από τη νυχτικιά που φορούσε, χάιδεψα τα μαλλιά της. Έσκυψα και την φίλησα στο μέτωπο και κάθισα για λίγο, κοιτάζοντας τα κλειστά της μάτια, κρατώντας το πρόσωπό της με τα χέρια μου. “Μανούλα”, είπα πάλι. Ήταν εκεί, μέσα και έξω από το σώμα της, γεμίζοντας το μικρό δωμάτιο. Έμεινα λίγα λεπτά έτσι κοιτάζοντάς την και χαιδεύοντας το πρόσωπο και τα μαλλιά της. Ήθελα η μνήμη μου να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν, την ειρηνική και τελεσίδικη εικόνα. Όταν σήκωσα τα μάτια μου, είδα ότι οι δύο νοσοκόμοι είχαν δακρύσει. Ένα δάκρυ βρισκόταν και στο δεξί μου μάτι. Όλα μέσα μου ήταν θλιμμένα, αλλά και τελείως ειρηνικά. “Σας ευχαριστώ πολύ”, είπα, “μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα”. Η φωνή μου ήταν σπασμένη. Όταν ανεβήκαμε επάνω, στον μικρό προθάλαμο περίμενε ήδη ο Ευάγγελος. Ήταν σοβαρός, αλλά συγχρόνως ήρεμος και δυνατός. “Άσε να το κανονίσω εγώ, θείε”, μου είπε. Δεν είχα πρόβλημα να ασχοληθώ με τις διαδικασίες, αλλά ήξερα ότι ήθελε να συμμετέχει. “Εν τάξει”, του είπα και του έσφιξα το χέρι. Καθίσαμε για λίγο στο καφενείο, ώσπου να έρθουν τα χαρτιά της από το σπίτι. Εγώ θα πήγαινα στο σπίτι για να διαλέξω τί θα φορούσε η μάνα μου για το τελευταίο της ταξίδι και ο Ευάγγελος θα έμενε στο νοσοκομείο για να κανονίσει τα απαραίτητα.

Ο γάμος του Ευάγγελου Τερζόπουλου και της Αφροδίτης, το 1939

Όταν μπήκα στο αυτοκίνητο, είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει. Ο ουρανός ήταν ακόμα γαλάζιος και κάπως φωτεινός. Υπήρχε μόνο ένα σύννεφο στα ανατολικά, σε κάτι πολύ ωραία χρώματα, ροζ και λίγο γκρίζα και επειδή μου αρέσει να φαντάζομαι διάφορα πράγματα, υπέθεσα ότι ήταν πιθανόν να το είχε χρωματίσει η ίδια έτσι, για να μου δέιξει ότι όλα ήταν καλά. Πήγα στο σπίτι και κάθισα για λίγο στο παγκάκι στο πάρκο της μικρής πλατείας, κάτω από το σπίτι και κοίταζα τα παράθυρα του διαμερίσματος των γονιών μου και το διπλανό που κάποτε έμενα εγώ. “Για πότε πέρασαν τριάντα τρία χρόνια”, σκέφτηκα. Κάθισα αρκετή ώρα στο παγκάκι, που κάποτε καθόμουν όταν έβγαζα τους σκύλους μου βόλτα. Παλιότερα τον Τζάμπο και μετά τον Τέρκα και κοίταζα τα χρώματα του ουρανού που, όσο πήγαινε, έπαιρνε το βαθύ μπλε χρώμα της νύχτας. Ένοιωθα μια απίστευτη ηρεμία. Θα ήταν λίγο δύσκολο να το εξηγήσω τις επόμενες ώρες, όταν οι φίλοι που τηλεφωνούσαν για να συλλυπηθούν με ρωτούσαν πώς είμαι. Όπως και όταν είχα αντικρίσει νεκρό τον πατέρα μου, έτσι και τώρα που είχα δει νεκρή τη μάνα μου, το συναίσθημα δεν ήταν πόνος, ούτε σπαραγμός, ούτε ακριβώς θλίψη. Ήταν μια γλυκιά λύπη, αλλά πάνω και πέρ` από αυτό, ένα συναίσθημα τέλειας αρμονίας και ειρήνης, σαν η εικόνα να αποτελούσε την απάντηση στο ερώτημα για τη ζωή και το θάνατο. Και η απάντηση η ήταν γλυκιά και καθόλου “θανατερή”. Όπως και με τον πατέρα μου, είχα την εντύπωση πως η μητέρα μου πεθαίνοντας είχε γίνει απλώς πιο μεγάλη, ένα σύμβολο που δεν θα άλλαζε για πάντα και που μου έκανε τελείως πιο ξεκάθαρη την εικόνα της, από αυτήν που μου έδινε το φθαρμένο σώμα της στα τελευταία της χρόνια. Και η εικόνα ήταν καλή, περίπου τέλεια, αν και η τρέχουσα υπόστασή μου είναι αδύνατον να κατανοήσει την τελειότητα. Θα χρειαζόμουν πολύ περισσότερες αισθήσεις για να καταλαβαίνω αυτά που πια καταλάβαινε η μάνα μου.

Σ` ένα ρεπορτάζ για την Γυναίκα το 1955, η Αφροδίτη (αριστερά) παριστάνει την γυναίκα που δεν έχει κάνει παιδιά, εγώ παριστάνω τον εαυτό μου και η οικογενειακή φίλη η Σοφία που δεν έκανε ποτέ παιδιά, παριστάνει την μητέρα μου. Το μόντελινγκ δεν είχε ακόμη εφευρεθεί προφανώς , οπότε κάναμε εμείς τα μοντέλα

Όταν η νύχτα έπεσε, ανέβηκα στο διαμέρισμα. Οι κοπέλες, η Μίρκα και η Βιολέτα ήταν εκεί και περίμεναν, μέσα στο κλάμα και οι δυο τους. Πήγαμε στο δωμάτιο και διάλεξα αυτό που θα φορούσε η μητέρα μου, ένα ωραίο ανοιχτόχρωμο ταγιέρ που της άρεσε. Μετά πήγα στο σαλόνι, στην πολυθρόνα της μπροστά από την τηλεόραση, εκεί που περνούσε τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο μέρος του χρόνου της, καθώς η κίνησή της είχε δυσκολέψει. Στο τραπέζι, ήταν οι φωτογραφίες με όλους μας, τα παιδιά της, τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, τις γυναίκες μας. “Κάθε βράδυ κύριε Άρη”, μου είπε η Μίρκα, “κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί η κυρά Αφροδίτη περνούσε από εδώ και σας καληνυχτούσε όλους σας, έναν-έναν. Κάθε βράδυ.”

Η μάνα μου, η Αφροδίτη, γεννήθηκε το 1917 και έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν από την Βήσανη, ένα χωριουδάκι της Ηπείρου κοντά στα σύνορα, που είχα πάει κι εγώ μια φορά, όταν ήμουν δέκα ετών. Ο πατέρας της, δεν ξέρω πως, είχε κάνει μια μεγάλη περιουσία, που ατυχώς για τον ίδιο, την είχε μετατρέψει σε ρούβλια που τα φύλαγε σε ένα μεγάλο μπαούλο. Με τη ρωσική επανάσταση του 1917 και καθώς το τσαρικό ρούβλι έπαψε να ισχύει, όλη αυτή η περιουσία, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για χαρτί ταπετσαρίας. Μετά από αυτό, η οικογένεια έζησε στην Πόλη μέχρι το 1922, οπότε με την Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα. Η μάνα μου έζησε τα παιδικά της χρόνια με αυτές τις δύο οικογενειακές καταστροφές, που, σίγουρα, επηρέασαν την ψυχολογία της. Ο παππούς μου, που δεν τον γνώρισα ποτέ, φύλαξε το μπαούλο με τα ρούβλια, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα ξανάπαιρναν την αξία τους. Ο αδελφός μου και εγώ μεγαλώσαμε στα Σεπόλια, όπου έμενε η μάνα μου όταν γνώρισε και παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Στο σαλόνι υπήρχε πάντα το μπαούλο με τα ρούβλια, αλλά καθώς όλοι πια ήταν σίγουροι πως δεν θα ξανάπαιρναν την αξία τους, τα ρούβλια είχαν αρχίσει να γίνονται σιγά-σιγά παιδικές σαίτες και έτσι απέκτησαν κάποια χρησιμότητα. Εκεί, σ’αυτό το σπίτι, άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες μου αναμνήσεις από τη μάνα μου. Όπως και για όλα τα παιδιά, η μάνα μου ήταν η καλύτερη του κόσμου. Δεν θα το κρύψω ότι αγάπησα πολύ τη μάνα μου και όσο περνούσαν τα χρόνια, την αγαπούσα περισσότερο. Και ήταν δύσκολο να μην την αγαπήσει κανείς, γιατί η αγάπη ήταν αυτό που την χαρακτήριζε. Καθώς μεγαλώνουμε, και αυτό είναι πέρα από τον έλεγχό μας, οι γονείς μας, θέλουμε δεν θέλουμε, μια και είναι αυτοί που πρακτικά μας δίνουν τη ζωή, μετατρέπονται για την νεανική ψυχολογία μας σε “υποκατάστατα” του Θεού, σε μικρές θεότητες, που λειτουργούν σαν σύμβολα, τα οποία μας καθορίζουν. Έτσι, καθώς μεγαλώνει κανείς και ιδίως όταν φτάνει στην εφηβεία δεν έχει παρά δύο επιλογές. Ή να αποδεχτεί αυτά τα σύμβολα σαν φάρους της δικής τους ζωή ή να απορρίψει. Εγώ δεν απέρριψα ποτέ, την συμβολική διάσταση του πατέρα μου, ούτε της μάνας μου. Έτσι μεγάλωσα με δύο συμβολικές κατευθύνσεις, που δεν γινόταν να “ξεπεράσω”, δηλαδή να αποφύγω το παράδειγμά τους. Ο πατέρας μου, λειτουργούσε σαν σύμβολο εξυπνάδας, δύναμης και ελευθερίας, ενώ η μάνα μου σαν σύμβολο αγάπης και κατανόησης. Η μάνα μου αγαπούσε ανιδιοτελώς, όπως άλλωστε είναι συχνά η αγάπη της μάνας. Αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αν ο κόσμος και η ζωή που ζούμε ήταν αντίστοιχα. Ο κόσμος όμως και η ζωή δεν είναι έτσι. Μπορεί να είναι και υπέροχη και όμορφη η ζωή, όμως παραμένει μια περιπέτεια, που συχνά γίνεται άγρια και συντριπτική. Δεν είχα πρόβλημα στο να προσαρμόσω το παράδειγμα του πατέρα μου, ίσα-ίσα. Ήταν όμως πολύ δύσκολο να προσαρμόσω το παράδειγμα της μάνας μου. Γιατί ήταν και πρακτικά άστοχο, να προσπαθώ να ταιριάξω τους έρωτες με τις γυναίκες της ζωής μου, με το παράδειγμα της αγάπης της μάνας μου. Άλλο έρωτας, άλλο η αγάπη. Η καημενούλα η μάνα μου, πιθανόν δεν μπόρεσε ποτέ να φανταστεί την επιρροή που είχε πάνω μου το παράδειγμά της, γιατί δεν έτυχε και ποτέ να μου κάνει κανέναν μάθημα αγάπης. Ο τρόπος που ζούσε, ήταν από μόνος του το μάθημα. Ο ομφάλιος λώρος της ψυχής με τους γονείς υπάρχει και ζει ανεξάρτητα από την ηλικία μας και την απόσταση. Και όσο συνεχίζει να υπάρχει, παραμένουμε “δέσμιοι” με τις σχέσεις μας με τους γονείς μας και του παραδείγματός τους. Ο δικός μου ομφάλιος λώρος με τους γονείς μου, κόπηκε από μόνος του πριν από εφτά-οκτώ χρόνια. Δηλαδή και συμπτωματικά, εφτά-οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα και εφτά-οκτώ χρόνια πριν από το θάνατο της μάνας μου. Έτσι ψυχικά έπαψα να είμαι ο γιος των γονιών μου. Έγινα ο εαυτός μου. Και έτσι τώρα, που η ψυχή μου έχει την απόστασή της από τις ψυχές τους και είμαστε σαν κάποιοι άνθρωποι που ζήσαμε μέσα από αυτή τη σχέση, μπορώ να πω πως ο Θεός, μου έδωσε τους καλύτερους γονιούς που θα μπορόύσε να μου δώσει. Και αν γεννιόμουν και ξαναγεννιόμουν και αν μπορούσα να διαλέξω όποιον γονιό ήθελα, πάλι αυτούς θα διάλεγα. Και μάλλον είμαι τυχερός που μπορώ να το λέω αυτό χωρίς καμιά επιφύλαξη. Και όπως καταλαβαίνω τώρα που γράφω αυτά, η ψυχή μου τους θεωρεί μια ενιαία αν και δισυπόστατη οντότητα.

Λίγο μετά την κηδεία της μητέρας μου, ένας από τους φίλους της που ήρθαν για τον αποχαιρετισμό - και τους ευχαριστώ όλους- με ρώτησε αν ήμουν στενοχωρημένος. Δεν ήξερα ακριβώς τι να απαντήσω. Και αυτό για έναν λόγο. Το δεδομένο της ζωής είναι αυτό που γνωρίζουμε. Δεν έχει άλλες εκπλήξεις. Νομίζω, λοιπόν, πως ο Θεός γι’αυτό που ήταν η μάνα μου την αντάμειψε με μια καλή ζωή. Της έδωσε αρκετά χρόνια, έναν καλό και άξιο σύζυγο και παιδιά και εγγόνια που, ανεξάρτητα από το τι είμαστε, την αγαπούσαμε όλοι μας και αυτό ελπίζω να το καταλάβαινε. Της έδωσε μια ζωή που της επέτρεψε, κυρίως να αγαπά, αφού αυτός ήταν και ο ρόλος της ή το φορτίο της, σε αυτή τη ζωή. Δεν θα μπορούσα να είχα ζητήσει κάτι περισσότερο για τη μάνα μου. Καθόμουν σήμερα το απόγευμα που είναι και πάλι μια λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα, με ήλιο, κρύο και χωρίς σύννεφα και κοίταζα τον ήλιο που κατέβαινε. Περνάει γρήγορα αυτή η ζωή και οι στιγμές που έχουμε με αυτούς που αγαπάμε δεν είναι ανεξάντλητες, όπως φαίνονται όταν είμαστε νέοι, ούτε καν πολλές όπως καταλαβαίνουμε μεγαλώνοντας. Είναι λίγες. Και ποτέ δεν είναι αρκετές.

Σκεφτείτε αυτούς που αγαπάτε. Βρεθείτε πάλι μαζί τους ή πάρτε τους ένα τηλέφωνο αν είναι μακριά. Είναι λίγες και μοναδικές οι στιγμές που περνάμε με τους ανθρώπους που αγαπάμε, σε αυτήν την μεγάλη περιπέτεια της ζωής.