Έτσι κάνω όπου μένω. Μαζέυω όλα αυτά που μου χρειάζονται σ` ένα χώρο και σπάνια πηγαίνω στο υπόλοιπο σπίτι.
Κοίταξα αφηρημένα τα χαρτιά που ήταν ακουμπισμένα δίπλα στον υπολογιστή ψάχνοντας να βρω κάποιες σημειώσεις. Όπως ανακάτευα τα χαρτιά φάνηκε μια κόλα χαρτιού όπου ήταν γραμμένες κάποιες σημειώσεις. Τις διάβασα. Εγώ τις είχα γράψει. Αλλά τώρα μου έμοιαζαν ακατάληπτες.
Είχα κάτι σημειώσει για να το θυμηθώ αργότερα, από τις σκόρπιες σκέψεις που κάνω συχνά πριν κοιμηθώ και μου φαίνονται για κάποιο λόγο ενδιαφέρουσες και ανάβω βιαστικά το φως και τις γράφω με μολύβι πάνω σε μια κόλα χαρτί, γιατί αλλιώς έτσι φευγαλέες που είναι, σίγουρα θα τις έχω ξεχάσει ως το πρωί.
Δίπλα σ` αυτά που είχα γράψει υπήρχε κι ένα νούμερο. 02022020. Έβγαλα τα γυαλιά μου και έτριψα λίγο τα μάτια μου για να ξεκουραστούν. 02022020. Γιατί το είχα σημειώσει αυτό; Ήταν η ημερομηνία που πέρασε πριν λίγο καιρό. Η 2α Φεβρουαρίου του 2020. Η ημερομηνία που διαβάζεται και ανάποδα.Η καρκινική γραφή. "Νίψον ανομήματα μη μοναν οψιν". Σπάνια κι από την φύση της μια και συμβαίνει μια φορά κάθε χίλια εκατό και παραπάνω χρόνια. Η προηγούμενη ήταν η 1η Ιανουαρίου 1010. 01011010. Και η επόμενη σε χίλια εκατό και κάτι χρόνια.
Η 3η Μαρτίου του 3030. Πως θα είναι ο κόσμος σε χίλια εκατό και κάτι χρόνια;
Προηγούμενη τέτοια ημερομηνία δεν υπάρχει...θα ήταν η μηδενική μέρα, του μηδενικού μήνα, το μηδενικού έτους. Η στιγμή πριν αρχίσουμε να μετράμε τον χρόνο όπως τον μετράμε.
Κοίταξα αυτά που είχα σημειώσει εκείνο το βράδυ...
Και ξαφνικά κατάλαβα τι είχα γράψει... οι σκέψεις που είχα κάνει ενώ με έπαιρνε ο ύπνος...τότε που το μυαλό βρίσκεται ανάμεσα στο Εδώ και στο Εκεί...
Το τηλέφωνο χτύπησε ενώ η ώρα είχε πάει 8 και κάτι. " Γειά σου Αρίκλο. Πού είσαι;" ακούστηκε η δροσερή φωνή της Αφροδίτης. Οι κόρες μου δεν με φώναξαν ποτε "μπαμπά`. Όταν ήταν μικρές με έλεγαν απλώς "Άρη" και μετά κάθε τόσο μου βρίσκουν κι άλλο όνομα. Τους ανθρώπους με τους οποίους είμαστε "συνδεδεμένοι" και αισθανόμαστε μια συνασθηματική οικειότητα σπάνια τους φωνάζουμε με το όνομα τους. Συνήθως χρησιμοποιούμε κάποιο χαϊδευτικό ή υποκοριστικό.
"Γειά σου Αφ" της είπα " εδώ είμαι, σπίτι".
Στην εποχή που ζήσαμε το να μην είσαι σπίτι ακουγόταν παράδοξο.
"Είμαστε από κάτω. Θα κατέβεις;" συνέχισε η Αφροδίτη. " Ναι περίμενε, κατεβαίνω" της απάντησα.
Έβαλα το μπουφάν μου και κατέβηκα κάτω. Ήταν μια από εκείνες τις κρύες μέρες στις αρχές του μήνα. Αλλά τώρα δεν ήταν πια μέρα. Είχε νυχτώσει. Ο δρόμος ήταν έρημος όπως ήταν αυτές τις μέρες. Αλλά και τις προηγούμενες, τις "κανονικές" πάντα σχεδόν έρημος ήταν.
Οι δυο μοναχικές αγαπημένες φιγούρες, ήταν απέναντι από το σπίτι μου και τις φώτιζε μόνο ένα αμυδρό φως από την πόρτα του κήπου στο απέναντι σπίτι. Έτσι όπως τα φυλλώματα από τα δέντρα και τα άλλα φυτά στον έρημο δρόμο αυτού του προαστίου ήταν όλα σκοτεινά, ήταν το μόνο φωτεινό σημείο ως εκεί που έβλεπε το μάτι μου.
Ήταν ένα πολύ κρύο βράδυ.
"Που είναι η Ευγενία και ο Αλέξανδρος;" ρώτησα.
"Ο Αλέξανδρος είναι ακόμη στη δουλειά και η μαμά είχε κάτι να κάνει στο σπίτι..." είπε η Αφροδίτη "...βγαίνουμε κάθε βράδυ βόλτα και ήρθαμε μόνες μας".
Μιλούσαμε από την απόσταση, όπως γινόταν αυτές τις μέρες. Και την προηγούμενη φορά που είχαν περάσει μαζί με τον Αλέξανδρο και την Ευγενία, πάλι ήμασταν σε απόσταση ο ένας από τον άλλο. Δεν αγκαλιάζω πια τις κόρες μου όπως κάθε φορά που τις συναντούσα ή τις αποχαιρετούσα πριν από όλα αυτά, μαζί με ένα φιλί στα μαλλιά. Τώρα από απόσταση. Δεν ξέρω αν τις προστατεύω εγώ ή αν προστατεύουν αυτές εμένα.
"Και που πηγαίνετε;" είπα. "Ε δεν πάμε πουθενά, πήγαμε βόλτα και ήρθαμε από `δω" είπε η Δέσποινα.
"Ε ας μην καθόμαστε εδώ. Θα σας πάω ως το σπίτι και μετά θα γυρίσω".
Τα σπίτια μας απέχουν γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο. Είκοσι λεπτά με τα πόδια .
Έκανε κρύο. Χειμωνιάτικο κρύο παρά το ότι ήταν αρχές Απριλίου. Τύλιξα το κασκόλ γύρω από τον λαιμό μου.
Ξεκινήσαμε στον δρόμο του σπιτιού μου που στο επόμενο τεράγωνο γινόταν ανηφορικός και όταν φτάσαμε στο ύψος του πιο κεντρικού και φαρδιού δρόμου του προαστίου, στρίψαμε δεξιά. Λίγα φώτα εδώ και εκεί και ένα έρημος και σκοτεινός δρόμος. Συνεχίσαμε προς το σπίτι τους συζητώντας μέσα στο σκοτάδι της νύχτας όπως κάνουμε πάντα όταν βρισκόμαστε.
Στον δρόμο, ούτε ένας πεζός, ούτε ένα αυτοκίνητο. Η αίσθηση της απουσίας. Αλλά μια απουσία που γέμιζε τον αέρα τόσο που να μοιάζει με παρουσία. Όχι όμως ανθρώπινη. Ένα "κάτι" ζοφερό και σκοτεινό, που σερνόταν στον δρόμο και πάνω από τον δρόμο, στις φυλωσιές και στον αέρα. Κάτι που νόμιζες ότι αν άπλωνες το χέρι σου θα μπορούσες να το πιάσεις. Στον δρόμο δεν υπήρχαν άνθρωποι αλλά πήρχε "κάτι". Μια "παρουσία".
Κοίταζα καθώς περπατούσαμε τα φωτισμένα παράθυρα στα σπίτια εδώ κι εκεί. Τους φανταζόμουν άλλους να κάθονται στα σαλόνια τους βλέποντας τα περίεργα νέα, προσπαθώντας να κατανοήσουν αυτό που συνέβαινε και που ΄παλλαξε την ζωή τους.Άλλοι ήταν στην κρεβατοκάμαρα ή σε άλλο δωμάτιο, μιλώντας στο τηλέφωνο με τα άλλα πρόσωπα που δεν μπορούσαν πια να είναι εκεί. Και νόμιζα ότι μπορούσα να δω τις σκέψεις τους να πετάνε έξω από τα παράθυρα σαν γραπτά μηνύματα. Ο εγκλεισμός είχε συμπληρώσει δυο βδομάδες και τέλειωνε σχεδόν η τρίτη. Η νέα πραγματικότητα που κάποιος πριν δεν θα μπορούσε να την φανταστεί, έδιωχνε σταδιακά την προηγούμενη ζωή προς τα πίσω. Και αυτό το "καινούργιο" έμπαινε αργά στις φλέβες τους. Οι πρώτες μέρες της άρνησης είχαν αρχίσει κι αυτές να απομακρύνονται και η προηγούμενη ζωή με τα καλά και με τα προβλήματα της έμενε πίσω και γινόταν κάτι που δεν μπορούσες πια να γευτείς. Τώρα ήταν "αυτό". Αποκλεισμένοι σε κάτι που δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Και αυτό το κάτι που δεν μπορούσες καν να το δεις, αργά και μεθοδικά, γινόταν ο κυρίαρχος αυτής της νέας αποκλεισμένης ζωής. Ο ακάλεστος αόρατος "βασιλιάς". Από τα νέα μάθαιναν το πως κατακτούσε τον οργανισμό-θύμα του ανύποτου μελλοντικού ασθενή. Και οι σκέψεις αυτές σαν δηλητήριο απλώνονταν στα μυαλά.
Έτσι λειτουργεί ο φόβος. Απλώνεται στους νευρώνες από κύτταρο σε κύτταρο. Και αλλάζει τις προτεραιότητες. Ο φόβος του θανάτου τα αλλάζει όλα. Καταργεί όλες τις ιεραρχήσεις. Φτιάχνει έναν άλλο εαυτό. Άλλον από αυτόν που ήξερες. Μέσα στα σπίτια τους, πίσω από τα παράθυρα με τα αναμένα φώτα, νόμιζαν ότι ήταν ακόμη ίδιοι και έτσι θα νομίζουν για αρκετό καιρό ακόμη. Δεν ξέρουν ότι έχουν γίνει άλλοι. Και όταν αυτό θα περάσει θα αφήσει μια μικρή σπίθα κάπου στο βάθος, που θα περιμένει...
Οι άνθρωποι απέναντι τους, τα αγαπημένα πρόσωπα ή οι άγνωστοι που ίσως συναντήσουν αύριο, σιγά - σιγά, αλλά ανελέητα, χάνουν την διάσταση που είχαν ως τώρα και αποκτούν μια πρόσθετη. Γίνονται μέρος της απειλής. Κανένας δεν ξέρει ποιος γιος κόλλησε τον πατέρα, ποια μάνα κόλλησε την κόρη, ποιος αγαπημένος κόλλησε την αγαπημένη, ποιος φίλος κόλλησε τον φίλο...Όλοι είμαστε μέρος της απειλής, ακούσιοι φορείς, ανέμελοι προδότες με το φιλί του Ιούδα. Πως είναι να μεταφέρεις τον θάνατο σ` αυτόν που αγαπάς;...
Και οι άλλες σκέψεις. Τι ήταν αυτό που έγινε τοσο μεγάλο ώστε να σκεπάσει έναν πλανήτη. Κάτι τόσο μικρό που έγινε τόσο μεγάλο. Ήρθε μόνο του με τους νόμους της Τύχης της Ευκαιρίας και της Αναγκαιότητας;... Το έκανε η Φύση;... Το έκαναν οι άνθρωποι δόλια και σκόπιμα ή ήταν ένα λάθος;...
Σκέψεις για αυτό το επίπεδο. Αλλά όχι για το Άλλο...
Είχαμε φτάσει στο σπίτι που μένουν τα κορίτσια. Μια ακόμη νοερή αγκαλιά από απόσταση. Είδα τις δυο αγαπημένες σιλουέτες, που κατοικούν στην καρδιά μου, να χάνονται πίσω από την πόρτα.
Έμεινα μόνος έξω από την πόρτα του κήπου. Κανείς... Άρχισα να κατηφορίζω προς τα κάτω στον δρόμο που οδηγούσε στην πλατεία. Ο βοριάς με χτύπησε στο πρόσωπο και σκέπασα το κεφάλι μου με την κουκούλα του μπουφάν. Ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε από το δρόμο αριστερά, πέρασε από κοντά και χάθηκε στην επόμενη στροφή. Συνέχισα στον δρόμο προς το σπίτι μου. Δεν βιαζόμουν. Μπορεί μέσα στην νύχτα η εικόνα να έμοιαζε με σκηνή από ταινία επιστημονικής φαντασίας και θρίλερ τρόμου συγχρόνως, αλλά είχε επίσης και μια μαγευτική, μελαγχολική μεγαλοπρέπεια, όπως έχουν όλα τα μέρη που τα έχεις συνηθίσει με κόσμο και τώρα είναι άδεια. Εικόνες από το μέλλον που κάποτε θα έρθει...
Συνέχισα στο φαρδύ, έρημο, μισοσκότεινο δρόμο μετά την πλατεία, που φωτιζόταν εδώ κι εκεί μ` ένα κιτρινωπό αμυδρό φως. Ένα ζευγάρι μάλλον ηλικιωμένων ανθρώπων φάνηκε΄εκατό μέτρα πιο πάνω. Όταν πλησιάσαμε κάπως άλλαξαν πεζοδρόμιο. Έτσι όπως ήμουν με την κουκούλα και το μπουφάν μάλλον έμοιαζα με εικόνα από το δικό τους θρίλερ.
Το φως ανακατευόταν με τις σκιές από τα δέντρα. Η εικόνα της Σκοτεινιάς. Το είδα εκεί να περνάει μαζί με τον άνεμο και να θροΐζει ανάμεσα στα φυλλώματα. Αυτό που κινεί τα σύννεφα στον ουρανό και φέρνει την καταιγίδα και το γλυκοχάραμα. Αυτό που ανακατεύεται με την άμμο της ερήμου και τα χιονισμένα βουνά. Αυτό που σηκώνει τα κύματα και φέρνει την γαλήνη. Αυτό που φτάνει πέρα από εκεί που φτάνει η σκέψη, μέχρι της εσχατιές του διαστήματος. Αυτό που είναι όλα μαζί και καθένα ξεχωριστά. Αυτό που δεν θα μάθεις ποτέ το όνομα του. Αυτό που φτιάχνει κόσμους και τους καταστρέφει γιατί ήρθε η ώρα τους. Η μοναδική και αμετάκλητη.
Είναι μικροί οι Κόσμοι. Είναι μικρό το Συμπαν. Είναι μικρή η Φύση. Είναι μικροί οι Άνθρωποι. Είναι εντολοδόχοι. Δεν είναι Εντολείς. Δεν μπορούν να Σχεδιάσουν. Μπορούν μόνο να Σχεδιαστούν.
Δεν ξέρεις γιατί είσαι εδώ...
Δεν ξέρεις το νόημα της ζωής...
Είσαι χρήσιμος για λίγο γιατί φτιάχτηκες για να έχεις Συνείδηση και Παρατήρηση...
Τα εργαλεία με το οποία δημιουργεί τους Κόσμους τους επόμενους. Και τα εργαλεία με τα οποία τους καταστρέφει...
Ήταν το αεράκι που σηκώνει το νύχι από το δάχτυλο...
Σήκωσε τα μάτια το βράδυ να δεις το γαλάζιο φως να διασχίζει τον ουρανό και να διαλύεται στο στερέωμα...γεννήθηκε πριν δισεκατομμύρια χρόνια και διάνυσε άπειρες για να πεθάνει στον δικό σου ουρανό...ένα μικρό πυροτέχνημα για την περίσταση...
Ρώτησε το και θα μάθεις...