29 Μαρτίου 2023

Το χρονικό μιας μοναχικής μέρας...

Στιγμιότυπα από ένα 24-ωρο ζωής σε μία υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας...
Στιγμιότυπα από ένα 24-ωρο ζωής σε μία υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας...

Την ξύπνησε η μουσική από την τηλεόραση που έπαιζε ακόμα. Αποκοιμήθηκε και την ξέχασε ανοιχτή όλη νύχτα. Ποια νύχτα, δηλαδή, καλό ξημέρωμα ήταν όταν την πήρε ο ύπνος. Δύσκολη υπόθεση έχει γίνει αυτός ο ύπνος, μαρτύριο σωστό μέχρι να έρθει! Και το παντζούρι της μπαλκονόπορτας που τρίζει δεν βοηθά καθόλου να κλείσεις μάτι. Δεν ξέρεις αν είναι ο αέρας ή ο ληστής – και υπάρχουν πολλοί από δαύτους τα τελευταία χρόνια στη γειτονιά. Και θα ‘σαι και τυχερός αν δε σε βρουν μέσα στο σπίτι...

Νύσταζε ακόμα, αλλά έπρεπε να σηκωθεί να πάρει τα φάρμακά της. Ο γιατρός είπε να τα παίρνει ανελλιπώς κάθε πρωί, πριν ακόμα φάει. Μα εκείνη είναι φορές που τα ξεχνάει – η μνήμη, βλέπεις, έχει πια αδυνατίσει. Στην καρτέλα υπήρχε μόνο ένα χάπι. «Πότε τέλειωσε κιόλας μια ολόκληρη καρτέλα με 30 χάπια;» αναρωτήθηκε. Πόσο γρήγορα περνάνε τώρα οι μήνες, ούτε που προλαβαίνεις να τους μετρήσεις!

Πήρε από το ντουλάπι το ποτήρι και άνοιξε τη βρύση. Αυτή στην κουζίνα ήταν εντάξει, μα η βρύση του μπάνιου έσταζε εδώ και καιρό. Εκείνος ήξερε πάντα να διορθώνει τέτοια πράματα, αλλά... ας όψεται η αρρώστια που τον πήρε πριν τρία χρόνια. Κι ο Γιώργης ο υδραυλικός είναι κι αυτός ακριβοθώρητος. Μεγαλοπιάστηκε τώρα, βλέπεις, και καταπιάνεται με μεγάλες δουλειές, για μια βρύση δεν θα κάνει εύκολα τον κόπο...

Στην τηλεόραση, που έπαιζε ακόμα, η ξανθιά παρουσιάστρια έλεγε «σας αγαπώ όλους» κοιτάζοντας με προσποιητή συγκίνηση το φακό. «Εμένα ποιος με αγαπάει;» ρωτήθηκε εκείνη με ένα παράπονο σχεδόν παιδιάστικο. Είναι αλήθεια πως η ζωή τα έφερε να είναι μόνη. Δε φτάνει που έχασε τον άντρα της, τα παιδιά αναγκάστηκαν κι εκείνα να ξενιτευτούν για να βρουν μια δουλειά της προκοπής. Μα και οι κοντινότεροι συγγενείς, όσοι ζουν ακόμα, βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά στην επαρχία.

Από λεφτά δεν έχει παράπονο, υπάρχει η σύνταξη από τον μακαρίτη. Άλλωστε, τι έξοδα έχει; Το φαγητό της λιτό, και για καινούργια ρούχα δε νοιάζεται πια και τόσο. Πού θα πάει για να τα βάλει; Όσο για τα φάρμακα, τα γράφει ο γιατρός στο βιβλιάριο. Τι ευγενικό παιδί αυτός ο γιατρός! Της θυμίζει το γιο της που είναι στην Αμερική. Προχθές το βράδυ την είχε πάρει τηλέφωνο. Εκεί, λέει, είχαν ακόμα μεσημέρι...

Με τις μέρες έχει χάσει πια το λογαριασμό. Κατάντησαν να μη διαφέρουν και πολύ η μία από την άλλη. Ευτυχώς υπάρχει πάντα το ημερολόγιο στον τοίχο της κουζίνας. Κάθε πρωί σκίζει το χαρτάκι της προηγούμενης ημερομηνίας, χωρίς να παραλείπει να διαβάσει το ποιηματάκι που είναι τυπωμένο στην πίσω μεριά. Αλλά, καλά που το πρόσεξε: ήταν η μέρα να πάει στην τράπεζα για τη σύνταξη. (Από κομπιούτερ κι όλα αυτά τα μοντέρνα συστήματα δεν έχει ιδέα, ποιος ήξερε τέτοια περίπλοκα πράγματα στην εποχή της;) Κι εκείνος ο ευλογημένος, τράπεζα που είχε διαλέξει να μπαίνουν τα λεφτά! Χάθηκε η άλλη, λίγα στενά από το σπίτι; Έδινε καλύτερο τόκο, της είχε πει. Ήταν προϊστάμενος εκεί κι ένας μακρινός ανιψιός του...

Δοκιμασία μεγάλη κάθε μήνα αυτό το ταξίδι στην τράπεζα. Όχι μόνο εξαιτίας της απόστασης αλλά και για το φόβο των απρόοπτων. Η Αθήνα δεν είναι πια μέρος να ζεις! Πριν μερικά χρόνια έμενε ένας γεράκος στη διπλανή μονοκατοικία. Ήταν κι αυτός μόνος, είχε χάσει τη γυναίκα του από κάποια αρρώστια. Ο γιος του, που δούλευε στη Θεσσαλονίκη, κάθε μήνα του ‘στελνε λίγα χρήματα, ίσα να συμπληρώνει τη σύνταξη που έφτανε – δεν έφτανε για να ζήσει. Κάποια μέρα τον ακολούθησαν δύο καθώς γύριζε από την τράπεζα. Έξω από την πόρτα του σπιτιού του τον χτύπησαν και του τα πήραν. Ώσπου μια άλλη μέρα, που τον πήραν πάλι ξοπίσω, μπήκαν στο σπίτι του πριν τους πάρει είδηση και προλάβει να κλείσει την πόρτα. Για να μην ακούγονται οι φωνές του, του έκλεισαν το στόμα με μισό ρολό χαρτί από το μπάνιο. Πήραν τα λεφτά που είχε πάνω του μαζί με ό,τι άλλο βρήκαν εκεί, και έφυγαν σαν κύριοι. Ο γιος του, που δεν τον εύρισκε στο τηλέφωνο και ανησύχησε, ζήτησε από έναν ξάδερφο να πάει να ρίξει μια ματιά στο σπίτι του γέρου. Τον βρήκε πεθαμένο, με το χαρτί στο στόμα. Είχε πάθει ασφυξία, είπε ο ιατροδικαστής...

Εκείνους τους δύο ξένους τους είχαν δει, έμεναν στη γειτονιά. Όμως, μετά το φονικό εξαφανίστηκαν. Μα οι κλοπές και οι ληστείες δε σταμάτησαν. Και κάθε έξοδος από το σπίτι έμοιαζε πάντα με ρώσικη ρουλέτα για τους αδύναμους...

«Σε ποιον να πεις καλημέρα;» αναρωτήθηκε εκείνη καθώς έβγαινε στο δρόμο. Οι γνώριμοι γείτονες είναι πια λιγοστοί, οι περισσότεροι απ’ αυτούς μεγάλοι κι ανήμποροι, κλεισμένοι τις πιο πολλές ώρες στο σπίτι. Οι παλιότεροι έχουν πεθάνει, ενώ οι πιο νέοι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους αφού πούλησαν όσο – όσο τα σπίτια τους κι έφυγαν για πάντα από τη γειτονιά. Τώρα εκεί βασιλεύει η ανασφάλεια και ο τρόμος. Τα βράδια γίνονται ως και μαχαιρώματα, κάνα δυο φορές μάλιστα ακούστηκαν και πυροβολισμοί. Τι να σου κάνει κι η αστυνομία; Εδώ κυριαρχούν άλλοι νόμοι, σκληροί κι απάνθρωποι, φερμένοι από άλλα μέρη, μακρινά. Μα ίσως τελικά έτσι να πρέπει. Δε μπορεί, κάτι παραπάνω θα ξέρει ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης που είπαν τις προάλλες στη Βουλή ότι «στόχος μας είναι η Ελλάδα να γίνει χώρα πολυπολιτισμική»!

Όμως, δεν είναι όλοι οι ξένοι ίδιοι. Δυο στενά πιο κάτω μένει μια οικογένεια. Ο πατέρας δουλεύει σε ένα ψητοπωλείο, η μητέρα καθαρίζει σπίτια. Τα παιδιά πάνε σχολείο και έχουν μάθει τα ελληνικά πιο καλά κι απ’ τα δικά μας. Ο πατέρας λέει πως, αν είναι να ζήσουν και να προκόψουν σ’ αυτή τη χώρα θα πρέπει να μάθουν καλά τη γλώσσα της και να αφομοιώσουν τον πολιτισμό της. Και, τι καλά παιδιά! Κάθε φορά που τη συναντούν στο δρόμο να γυρνά φορτωμένη με τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ ή τη λαϊκή, προθυμοποιούνται να της κουβαλήσουν τις σακούλες ως το σπίτι. Και ποτέ δε δέχθηκαν να πάρουν μια δραχμή για τον κόπο τους.

Είναι ώρα τώρα που έχει βραδιάσει. Στην τηλεόραση παίζει μια ελληνική ταινία, ασπρόμαυρη. Την είχε πρωτοδεί στο σινεμά με τα παιδιά, όταν ήταν μικρά. Χρόνια είχε να τη δει... Μετά το σινεμά τα πήγαινε πάντα για σουβλάκια σε μια ταβέρνα κοντά στο σπίτι. Τι ωραία και νόστιμα που τα έφτιαχναν τότε! Και άσε τους ειδικούς να λένε σήμερα πως ο γύρος ήταν ανθυγιεινός, αφού έβαζαν, λέει, μέσα στον κιμά ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου!

Την πήρε ο ύπνος κι αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Όταν ξύπνησε, η τηλεόραση έπαιζε ειδήσεις. Τα ίδια και τα ίδια... Κρίμα, έχασε τη μισή ταινία, και δε θυμόταν και πώς τελειώνει. Άντε να κοιμηθεί ξανά τώρα! Είναι κι αυτό το παντζούρι που τρίζει πάλι απόψε... Θαρρείς και ο αέρας το απολαμβάνει σαδιστικά να την τρομάζει! Κι άμα δεν είναι ο αέρας; Μα, ας μην κάνει τέτοιες σκέψεις νυχτιάτικα...

Αυτά τα χάπια που της έχουν συστήσει για τον ύπνο δεν θέλει να τα παίρνει, το πρωί νιώθει λες και είναι κομμένα τα πόδια της. Ίσως διαβάσει κάτι μέχρι να αρχίσει να νυστάζει. Όλα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη τα ‘χει διαβασμένα, μερικά όμως έχει καιρό να τα ανοίξει. Θα αρπάξει ένα, έτσι στην τύχη. Σίγουρα θα παίξει και κάτι καλό αργότερα η τηλεόραση. Βάζουν κάθε μέρα παλιές αμερικάνικες ταινίες.

Θα καθίσει έτσι ως αργά. Όμως, τούτη τη φορά το πήρε απόφαση. Το πρωί θα πάρει τηλέφωνο την ξαδέρφη στην Πάτρα, να τη ρωτήσει πώς στα κομμάτια το έμαθε εκείνο το κομπιούτερ και συνομιλεί με τις ώρες με ένα σωρό κόσμο, ακόμα κι ολόκληρη τη νύχτα. Μετά, ποιος νοιάζεται για αϋπνίες!

Σαν ξημέρωσε, σηκώθηκε να ετοιμάσει το πρωινό της και να πάρει τα χάπια της. Έβγαλε απ’ το κουτί μία καινούργια καρτέλα... Λίγο πριν βγει απ’ την κουζίνα, είδε στον τοίχο το ημερολόγιο. Έκανε να σκίσει το χαρτάκι αλλά σαν να το μετάνιωσε. Σε τι θα διέφερε, άλλωστε, αυτή η μέρα από την προηγούμενη, έξω από μια άλλη ημερομηνία; Κινήθηκε προς το σαλόνι, μα ξάφνου κοντοστάθηκε: «Τι να λέει άραγε σήμερα το ποιηματάκι στην πίσω μεριά;»

Ναι, αυτό ίσως έκανε μια κάποια διαφορά από το χθες! Και, σαν τον άσωτο που ξαναγυρνά στο πατρικό ζητώντας συγχώρεση, κινήθηκε πάλι προς την κουζίνα...

(Στην Ιφιγένεια Χ., όπου κι αν βρίσκεται...)