23 Ιανουαρίου 2023

Η ηθική αποδόμηση του κυρ-Παντελή | Ένα πολιτικό αμάρτημα

Οι φιλήσυχοι και πολιτικά μη-επαναστατημένοι άνθρωποι έχουν στηθεί στο απόσπασμα από τις δυνάμεις της «προόδου». Χλευάστηκαν ως «νοικοκυραίοι» και «κυρ-Παντελήδες». Τους αποκάλεσαν ακόμα και δολοφόνους. Κάποιος όμως πρέπει να μιλήσει κάποτε και γι` αυτούς...
Οι φιλήσυχοι και πολιτικά μη-επαναστατημένοι άνθρωποι έχουν στηθεί στο απόσπασμα από τις δυνάμεις της «προόδου». Χλευάστηκαν ως «νοικοκυραίοι» και «κυρ-Παντελήδες». Τους αποκάλεσαν ακόμα και δολοφόνους. Κάποιος όμως πρέπει να μιλήσει κάποτε και γι` αυτούς...

Μια πρόσφατη εκδήλωση ανάγνωσης παιδικών παραμυθιών από άτομο που υποστηρίζει ενεργά το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή έμφυλης ταυτότητας, δίχασε για μία ακόμα φορά ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, «ανοιχτόμυαλοι προοδευτικοί» πήραν θέση στα χαρακώματα απέναντι σε «μικρονοϊκούς αντιδραστικούς και θιασώτες της συντήρησης». Διατυπώθηκε, μάλιστα, η άποψη ότι στους δεύτερους δεν θα έπρεπε να δίνεται η δυνατότητα να κάνουν παιδιά!

Όσο κι αν φαίνεται να αφορούν αμιγώς κοινωνικά ζητήματα, τέτοιου είδους διαχωρισμοί ανάμεσα σε «συντήρηση» και «πρόοδο» έχουν βαθιά πολιτικές ρίζες και συγκεκριμένη πολιτική στόχευση. Και σέρνουν πίσω τους μια προϊστορία μισού αιώνα σ` αυτή τη χώρα...

Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε στην ελληνική Αριστερά, είναι ότι δεν της έλειψε ποτέ η ευρηματικότητα στο να παράγει «ετικέτες» για όσους δεν δηλώνουν υποταγή στις ιδέες της. Το δόγμα «πας μη αριστερός, φασίστας» κυριάρχησε στις αρχές της Μεταπολίτευσης. Όταν, αργότερα, κλιμακώθηκε το φαινόμενο της (παράνομης κυρίως) μετανάστευσης, η έννοια του «ρατσιστή» μπήκε δυναμικά στο καθημερινό μας λεξιλόγιο από την λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά, για να στιγματίσει όσους τολμούσαν να μιλήσουν για επικίνδυνες πολιτισμικές αλλοιώσεις αλλά και για το χαμένο αίσθημα ασφάλειας λόγω της κατακόρυφης αύξησης της εισαγόμενης εγκληματικότητας.

Πριν μερικά χρόνια, με αφορμή ένα αποτρόπαιο έγκλημα στο κέντρο της Αθήνας που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο ενός ΛΟΑΤ ακτιβιστή [1], μία ακόμα ετικέτα ανασύρθηκε από το (ανανεωτικό) «προοδευτικό» λεξικό για να δαιμονοποιήσει συλλήβδην το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, στο οποίο περίπου καταλογίστηκε ομαδική ευθύνη για τον φόνο. Η λογική, απλή: «Είσαι συντηρητικός, άρα είσαι φασίστας, ρατσιστής και δολοφόνος!» Και, για να τονιστεί το αξιοχλεύαστο της συντήρησης, οι (κατά μεταφυσικό τρόπο) «συνεργοί» του εγκλήματος – όλοι εκείνοι, δηλαδή, που τολμούν να δηλώνουν φιλήσυχοι και πολιτικά μη-επαναστατημένοι – εισέπραξαν τον σαρκαστικό χαρακτηρισμό «νοικοκυραίοι». Ή, κατ` απόλυτη εννοιολογική ισοδυναμία, «κυρ-Παντελήδες», σύμφωνα με τον στερεοτυπικό όρο που είχε εισαγάγει ένα άκρως τοξικό κοινωνικοπολιτικό άσμα της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου [2]. Το οποίο άσμα αποκαλεί τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους «άχρηστα σκουλήκια» και προτρέπει τη νέα γενιά να τους θάψει μες στα σπαρτά!

Έχω κρατήσει μερικά ξεσπάσματα οργής που αλίευσα στο Διαδίκτυο αμέσως μετά το τραγικό εκείνο συμβάν στην Ομόνοια:

«Το άγριο λιντσάρισμα αποδεικνύει γι’ άλλη μια φορά τα ακραία και φασιστικά ένστικτα της βαθιά συντηρητικής κοινωνίας μας.»

«Ο θάνατος του Ζακ αποκάλυψε τον κρυφοφασισμό μέρους της ελληνικής κοινωνίας.»

«Νοικοκυραίος είναι ο μικροαστός φασίστας. Είναι φασίστας γιατί είναι απολίτικος στην ουσία του.»

«Τον Ζακ τον δολοφόνησαν οι ‘νοικοκυραίοι’, αυτός ο ανθρωπότυπος που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του φασισμού, που δεν τα βάζει ποτέ με την εξουσία. Κι ύστερα σκούπισαν τα αίματα, έκαναν το σταυρό τους μόλις πέρασαν από την Εκκλησία και γύρισαν στα σπίτια τους για να παίξουν στην κακοσκηνοθετημένη παράσταση του καλού οικογενειάρχη.»

«Οι λεγόμενοι ‘νοικοκυραίοι’ εκπροσωπούν τον βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό. Είναι αυτοί που είναι αντίθετοι στον πολιτικό γάμο ομοφυλοφίλων, στην τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, στη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, αυτοί που θέλουν να υπάρχει η εικόνα του Χριστού στις αίθουσες των σχολείων. Θεμέλια της κοινωνίας τους η πατρίδα, η θρησκεία και το Δίκαιο.»

Συλλογική ευθύνη για εκείνο τον φόνο, λοιπόν, επιρρίπτεται σε όσους έχουν άλλη άποψη για τις οικογενειακές δομές (μένοντας πιστοί στην παραδοσιακή εκδοχή τους), επιμένουν να θρησκεύονται, αγαπούν την πατρίδα τους και δεν περιφρονούν το Δίκαιο. Και, ακόμα κι ένα κοινό έγκλημα εργαλειοποιείται προκειμένου να συκοφαντηθεί συλλήβδην μία ολόκληρη κοινωνική ομάδα που απλά δεν δηλώνει υποταγή στα κελεύσματα της «προόδου»!

Διάβασα πριν χρόνια ένα οργισμένα ειρωνικό κείμενο για τον «απολιτικό» άνθρωπο, ιδιότητα που αποδίδεται κατ’ εξοχήν στους «νοικοκυραίους». Ανάμεσα στα άλλα, του καταλόγιζε ότι κάθεται βολικά στο γραφείο του την ώρα που κάποιοι άλλοι διαδηλώνουν στους δρόμους για τους μετανάστες.

Το ότι οφείλουμε να είμαστε ενάντιοι σε κάθε μορφή απρόκλητης και αναίτιας βίας (φυσικής ή λεκτικής) που στρέφεται κατά ανυπεράσπιστων και καλοπροαίρετων φιλοξενούμενων στη χώρα, είναι ασφαλώς αυτονόητο. Και ορθώς οι νόμοι τη βία αυτή την τιμωρούν. Επειδή, όμως, το αφήγημα «κακοί Έλληνες νοικοκυραίοι – καλοί και κατατρεγμένοι μετανάστες», ως απόλυτο δόγμα, έχει θέση στον χώρο της πολιτικής μυθοπλασίας και μόνο, καλό είναι να βγούμε για λίγο από το «προοδευτικό» καβούκι μας και να δούμε τη ζωή από την οπτική γωνία του μέσου, ανώνυμου ανθρώπου της καθημερινότητας. Εκείνου που απώλεσε οριστικά το δικαίωμα να περπατά ανέμελα στους δρόμους και τα πάρκα της πόλης «του» όπως την ήξερε, που έπαψε να νιώθει ασφάλεια μέσα στο ίδιο του το σπίτι, που έμαθε να ζει με τον φόβο και, εν τέλει, να τον αποδέχεται ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής του.

Για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής κουλτούρας, ο όρος «μετανάστης»  αντιπροσωπεύει εξ ορισμού έναν καλό και κατατρεγμένο άνθρωπο που ήρθε στη χώρα ως ικέτης ζητώντας φιλοξενία και θαλπωρή. Και, όταν αυτός καταφεύγει στο έγκλημα, η πράξη του είναι κατά βάση «κατανοητή», αφού πρέπει «να ταΐσει τα παιδιά του». Όσοι τολμούν να αμφισβητήσουν την γενική και άνευ προϋποθέσεων ισχύ του δόγματος, χαρακτηρίζονται ως «ρατσιστές» και «φασίστες». Στην καλύτερη περίπτωση, χλευάζονται ως «νοικοκυραίοι»!

Με την ίδια γενική συμπάθεια αντιμετωπίζονται οι «εθισμένοι». Και, όταν φτάνουν στο έγκλημα για τη «δόση» τους, η πράξη περιβάλλεται με κατανόηση, αν όχι με συμπόνια: «Δεν έφταιγε αυτός, ήταν υπό την επήρεια!» Σε όσους τολμούν να μιλήσουν περί ατομικής ευθύνης – αφού η επήρεια δεν είναι πρόσωπο για να την δικάσουμε – επιφυλάσσονται οι κλασικές ετικέτες του ανάλγητου και βολεμένου αστού. Και, φυσικά, του «νοικοκυραίου»!

Προς αποφυγή παρερμηνειών: Γενικά μιλώντας, η συντήρηση δεν φορά φωτοστέφανο, ιδιαίτερα όταν αμφισβητεί την ελευθερία της σκέψης, του λόγου και του αυτοπροσδιορισμού. Ακόμα περισσότερο, αν η αμφισβήτηση αυτή συνοδεύεται από βίαιες συμπεριφορές ή στοχεύει σε κοινωνικούς αποκλεισμούς. Από την άλλη, όμως, σε κανέναν δεν αξίζει να εισπράττει χλεύη, απαξίωση, ακόμα και οργή, επειδή και μόνο αδυνατεί να παρακολουθήσει την μετεξέλιξη των ηθών μιας εποχής.

Ο ισοπεδωτικός τρόπος σκέψης των αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών», που φτάνουν στο σημείο να βαφτίζουν συλλήβδην «φασίστες» τους αρνητές της δικής τους κοσμοθεώρησης, ελάχιστα διαφέρει από τον τρόπο σκέψης κάποιων που δικαιούνται τον χαρακτηρισμό αυτό άνευ εισαγωγικών. Και ας μη διαμαρτυρόμαστε μετά όταν αυτοί οι «κάποιοι» σπεύδουν να αυτο-χριστούν «προστάτες της κοινωνίας». Μιας κοινωνίας που όχι μόνο η πολιτεία έχει αφήσει στο έλεος του εγκλήματος, αλλά και η «προοδευτική» διανόηση της κουνά το δάχτυλο όταν τολμά να αναρωτηθεί γιατί για τα δικά της, ανώνυμα θύματα δεν μπήκε κανείς ποτέ στον κόπο να κατέβει στους δρόμους, δεν βρέθηκε κανείς να οργιστεί ή να κλάψει...

Ο φασισμός είναι βία, και η βία έχει πολλές εκφάνσεις. Φανερές και κρυφές, ακατέργαστες και διανοουμενίστικες. Και ουδείς αναμάρτητος!

[1] https://en.wikipedia.org/wiki/Killing_of_Zak_Kostopoulos

[2] https://youtu.be/rOxhxUjaM98