07 Ιανουαρίου 2021

Αλέξης Σταμάτης | Πάντα είμαστε μόνοι. Απλώς που και που μπαίνουμε σε άλλες ψυχές.

#booktherapy | Αλέξης Σταμάτης | Μανταλένα-Μαρία Διαμαντή | συνέντευξη | Klik
Ο εξαίρετος συγγραφεάς μιλά στη στήλη του Klik, #booktherapy.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Ο εξαίρετος συγγραφεάς μιλά στη στήλη του Klik, #booktherapy.-Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή

“Μπήκα μέσα στο βιβλιοπωλείο και ανέπνευσα εκείνο το άρωμα χαρτιού και μαγείας που, περιέργως, κανένας ποτέ δεν σκέφτηκε να εμφιαλώσει”, έχει πει ο Ισπανός συγγραφέας Κάρλος Ρουίθ Θαφόν.  Κι όμως αυτά τα λόγια με εκφράζουν σε τέτοιο βαθμό, που νιώθω σαν να ειπώθηκαν από εμένα.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αναζητώ τη γνώση μέσα από τα βιβλία. Ίσως είμαι τυχερή, καθώς την εποχή που γεννήθηκα δεν κυριαρχούσε το διαδίκτυο. Θυμάμαι μετά το τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, τη μητέρα μου να με παίρνει από το χέρι και να με οδηγεί στο μέρος που στο τότε παιδικό μυαλό μου, φάνταζε μαγικός και συνεχίζει... Εκεί όπου επιλέγαμε μαζί, δεκαπέντε με είκοσι βιβλία τα οποία θα με ταξίδευαν την περίοδο των καλοκαιρινών μου διακοπών,  σε άλλες εποχές, σε άλλες ζωές, δίνοντάς μου την ευκαιρία να εξελίξω τα όνειρα και τη φαντασία μου.

Σήμερα, που τα χρόνια έχουν περάσει και οι ρόλοι άλλαξαν, παίρνω τα δικά μου παιδιά από το χέρι για να επιλέξουμε βιβλία στο βιβλιοπωλείο. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Το μαγικό είναι ότι όσες φορές και να διαβάσεις ένα καλό βιβλίο, πάντα κάτι νέο έχει να σου πει. 

Στην περίοδο του lockdown και όχι μόνο, είναι ευκαιρία να κάνουμε μια στροφή προς τα βιβλία. 

Σκέφτηκα, λοιπόν, να ξεκινήσουμε μια νέα στήλη στο klik αφιερωμένη στα βιβλία που έχουν τη δύναμη ακόμα και να θεραπεύσουν την ψυχή. Φτάνει μόνο να τα αγαπήσουμε...

Ας δούμε τι έχει να πει στο #book_therapy ο κ. Αλέξης Σταμάτης.


 Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή και τι αποτελεί συνήθως πηγή έμπνευσής σας;

Μεγάλωσα μέχρι τα τρία μου χρόνια με τη μητέρα μου, από τα 3 ώς τα 13 έμεινα με τον πατέρα μου και μετά τα 13 ώς τα 18 ξανά με τη μητέρα μου. Στη συνέχεια μόνος μου. Ήταν ένας αποτυχημένος γάμος, ένα δύσκολο διαζύγιο. Μέσα μου αισθανόμουν ότι οι μεγάλοι έχουν άδικο. Και η δική μου αγωγή αποφάσισα να γίνει μέσα από τα βιβλία. Επίσης, είχα μια δυσφορία με την πραγματικότητα. Η άρνηση της πραγματικότητας ωθεί τους  ανθρώπους να κρύβονται πίσω από τη φευγαλέα στιγμή, σε ένα συνεχές  πηγαινέλα φαντασιόπληκτων προσδοκιών. Δεν είναι εύκολο. Έτσι οικειοποιήθηκα διάφορους ήρωες λογοτεχνικούς. Το καλό και των δύο γονιών μου ήταν ότι ήταν φιλότεχνοι με μεγάλες βιβλιοθήκες και πλούσιο υλικό για ερμηνεία. Πηγή έμπνευσης μπορεί να αποτελούν τα πάντα. Όλα. Από τα πιο ταπεινά μέχρι τα πιο μεγάλα.

Διάβαζα πολύ και ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Δεν ήταν μονο αυτό. Παρατηρούσα. Τη φύση, τους ανθρώπους, όλα.  

Μιλήστε μας για το τελευταίο σας έργο. Ποιο είναι το μήνυμα ή τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσα από αυτό; Ποια γεύση θέλετε να μείνει στους αναγνώστες που θα το διαβάσουν;

Η όρος «μηνύμα» για τη λογοτεχνία μου είναι άγνωστος. Δεν με αφορά να έχουν «μηνύματα» τα έργα μου, με αφορά να έχουν σθένος, λόγο ύπαρξης. Τα «Αθώα Πλάσματα» σε πρώτο επίπεδο είναι ένα νουάρ αφήγημα. Ωστόσο, ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει πολλά διαφορετικά πράγματα, εάν θελήσει να εξορύξει τα επιφαινόμενα. H ιδέα προέκυψε από τη φράση «Παρακολούθησέ με…», κάτι που προτείνει μια μεσήλικη γυναίκα στον κεντρικό ήρωα, τον Στέφανο, ο οποίος είναι ιδιωτικός ερευνητής. Έτσι αρχίζει μια περιπέτεια, η οποία εν τω βάθει της εδράζεται στο ότι εξερευνώντας τον άλλο, εξερευνάς τον εαυτό σου. Έτσι δημιουργείται, ελπίζω, μια ταύτιση του αναγνώστη με τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος τον ταξιδεύει σε απρόβλεπτα μονοπάτια ως το απρόσμενο τέλος.

 Στην εποχή της τεχνολογίας,  όπου κυριαρχούν τα τάμπλετς και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, πόσο εύκολο είναι το βιβλίο να έχει θέση στη ζωή των σημερινών παιδιών;

Έχοντας ο ίδιος έναν γιο δυο ετών, βλέπω με χαρά πως αγαπάει πολύ το τεχνούργημα αυτό που λέμε βιβλίο. Από μόνο του το βιβλίο είναι μία κατασκευή πολύ έξυπνη, πολύ διαδραστική και επικοινωνιακή. Νομίζω ότι η σαρωτική επέλαση της τεχνολογίας και η επέμβαση στις ζωές μας δεν θα αφαιρέσει τη διαχρονική σαγήνη του βιβλίου.

 «Η ζωή κάθε ανθρώπου, ειπωμένη αληθινά, είναι ένα μυθιστόρημα.» έχει πει ο Ernest Hemingway. Θα ήθελα να σχολιάσετε.

Μικρό σχόλιο. Κάθε ζωή, ακόμη και αναξιόπιστα ειπωμένη, είναι ένα μυθιστόρημα.

Ο Marcel Proust είχε πει ότι «ας είμαστε ευγνώμονες για τους ανθρώπους που μας κάνουν χαρούμενους, είναι οι γοητευτικοί κηπουροί που κάνουν την ψυχή μας να ανθίζει.» Εσείς  έχετε νιώσει αυτήν την ευγνωμοσύνη από ανθρώπους που έχετε έρθει κοντά ;

Πολλές φορές. Είχα τη τύχη να γνωρίσω γοητευτικούς, συναρπαστικούς και γενναιόδωρους ανθρώπους και να ζήσω σε μια εποχή που οι φιλίες σήμαιναν ακόμη, που δεν ήταν ο καθένας κλεισμένος στο καβούκι του. Έμαθα, άκουσα, έζησα, διασκέδασα, θαύμασα.

«Στα σημαντικά ζητήματα της ζωής είμαστε πάντα μόνοι.»είναι η ρήση του συγγραφέα Henri Frederic Amiel. Συμφωνείτε;

Πάντα είμαστε μόνοι. Απλώς που και που μπαίνουμε σε άλλες ψυχές. Εάν είμαστε τυχεροί, κατοικούμε κι εκεί.

«Οι άνθρωποι μπορεί να μη θυμούνται τι έκανες ή τι τους είπες, αλλά πάντα θα θυμούνται πώς τους έκανες να αισθανθούν», έχει πει η Maya Angelou. Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που σας έρχεται στο μυαλό από μια όμορφη και μια δυσάρεστη κίνηση τρίτων, που σας προκάλεσε έντονα συναισθήματα;

Όμορφη κίνηση ήταν η στιγμή που άνοιξε η πόρτα ενός καφέ και μπήκε μέσα η γυναικά μου, η Εύα. Δηλαδή η πρώτη φορά που την συνάντησα. Δυσάρεστες κινήσεις είναι συμπεριφορές κάποιων που έριξαν πισώπλατα χτυπήματα, όταν είδαν την πόρτα μισάνοιχτη. Κάποιοι «φίλοι» που πουλήθηκαν για λίγα  like και μια ψευδαίσθηση μικροεξουσίας. Βέβαια, όλα εξηγούνται. Λίγο που ξέρω τις ζωές τους, λυπάμαι γι αυτούς. 

 «Δεν πειράζει να διστάζεις, αν μετά προχωράς μπροστά», είπε κάποτε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Υπήρξε κάποια στιγμή στη ζωή σας που λυγίσατε αλλά καταφέρατε να προχωρήσετε; Aν ναι, τι σας έδωσε τη δύναμη να συνεχίσετε;

Το μότο της ζωής μου είναι «Πάμε παρακάτω». Έχω περάσει πολλές δυσκολίες, δυο φορές ήρθα κοντά στο τέλος. Δεν υπήρξε θέμα λιποψυχίας. Εκτός από το πολύ ανθρώπινο «γιατί σε μένα» υπάρχει και το «γιατί όχι σε μένα». Αυτές τις μνήμες δεν τις ανακαλώ ιδιαίτερα, γιατί όντως, δεν έχει αποδειχθεί ότι ξεχνάμε, απλώς μερικά πράγματα δεν εμφανίζονται την ώρα που τα θέλουμε.

«Όποιος διατηρεί την ικανότητα να βλέπει την ομορφιά, δεν γερνάει ποτέ», πίστευε ο Κάφκα. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να διατηρήσουν ακμαίο το μυαλό και την ψυχή;

Η διαρκής περιέργεια για τα πράγματα. Και βέβαια η ομορφια που είναι εντελώς φυσικό φαινόμενο όπως η βροχή. Απλώς υπάρχει.

 “Πάντα θα’ ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει” γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο “Παράπονό του”. Υπάρχει, πιστεύετε, δεύτερη ζωή, ή ευκαιρία να ζήσουμε κάποια πράγματα από την αρχή;

Πιστεύω πως όλα είναι εδώ και όλα είναι παντού. 

«H ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο- ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.» έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης. Τι είναι για εσάς ευτυχία;

Από τη φύση της η ευτυχία είναι ένα αίνιγμα, κάτι εντελώς υποκειμενικό. Άλλη η ευτυχία για μένα κι άλλη για τον διπλανό μου. Για κάποιον, ευτυχία σημαίνει να είναι αραχτός σε μία παραλία. Για κάποιον άλλον είναι να είναι βουτηγμένος στην τρέλα της πόλης και να προσπαθεί να πετύχει τους στόχους του. Άλλοι ανακαλύπτουν την πραγματική αξία της ζωής αφού πρώτα πιάσουν για τα καλά πάτο. Είναι εκείνοι που μόνο αφού περάσουν από τρομερές κακουχίες – από ένα ατύχημα, από μία αρρώστια – μπορούν να συνειδητοποιήσουν τι αγαθό τους έχει χαριστεί από τη στιγμή της γέννησής τους. 

Το κυνήγι της ευτυχίας όμως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των Δυτικών κοινωνιών. Αμέτρητα εγχειρίδια ανατολικών εσωτερικών φιλοσοφιών κατακλύζουν τα βιβλιοπωλεία της Δύσης, στοχεύοντας ακριβώς εκεί. Κάτι ο μυστικισμός της Ανατολής κάτι το ζεν και τα πάσης φύσεως εναλλακτικά, όλο και περισσότεροι δυτικοί άρχισαν να αμφισβητούν κατά πόσο η καταναλωτική κοινωνία μπορεί να χαρίσει στην άνθρωπο την ευημερία. Όμως πρόκειται για την ίδια παγίδα. Από το σούπερ μάρκετ των αγαθών ως το σούπερ μάρκετ της πίστης. Οι ποικιλώνυμοι γιόγκι εκλαΐκευσαν τον εσωτερισμό – τον έκαναν μόδα ακόμα και στα σετ του Χόλυγουντ – έγιναν οι εμπορικοί αντιπρόσωποι της ένδον γαλήνης. Ένα βιβλίο του Δαλάι Λάμα αρχίζει με τον εξής αφορισμό: «Πιστεύω ότι ο αληθινός σκοπός της ζωής μας είναι η αναζήτηση της ευτυχίας».

Θα ήθελα να μου πείτε μια φράση που αγαπάτε περισσότερο από το έργο σας...

Όσο πλησιάζω το μέλλον απομακρύνεται.

 Ποιοι είναι οι ήρωές σας στην πραγματική ζωή;

Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Οι γύρω μας. 

 Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;

Στα λάθη της καρδιάς.

 «Να έχεις μια καρδιά που ποτέ δεν σκληραίνει, έναν χαρακτήρα που ποτέ δεν κουράζει, ένα άγγιγμα που ποτέ δεν πονά.» είναι τα λόγια του Ντίκενς. Πόσο συχνά συναντάμε σήμερα μια τέτοια προσωπικότητα όπως αυτή που περιγράφει;  

Πουθενά. Είναι μια υπέροχη περιγραφή που όπως κάθε τόσο μεγαλοφυής κινείται υπεράνω του εδάφους.

 «Αν θέλεις να δοκιμάσεις τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, δώστου εξουσία» έλεγε ο Λίνκολν. Συμφωνείς μαζί του;

Ναι, σε αυτό συμφωνώ. Η εξουσία είναι μεγάλη δοκιμασία. Με μια έννοια είναι κάτι αφύσικο αλλά από την άλλη απαραίτητο.

Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη σας;

Δεν υπάρχει αυτή η σκέψη μέσα μου. Αλλά εάν πρέπει να απαντήσω θα έλεγα ότι κάθε αναγνώστης είναι ιδανικός, μια και είναι μια ανεξάρτητη οντότητα που θα έρθει σε επαφή με μια ιστορία με την οποία θα έχει τη δική της μοναδική σχέση. 


 Αν και κάθε έργο ενός συγγραφέα θα το παρομοίαζα σαν ένα λογοτεχνικό του «παιδί»- και τα παιδιά μας δεν τα ξεχωρίζουμε- υπάρχει κάποιο βιβλίο σας που το αγαπήσατε ίσως περισσότερο και γιατί ;

Είναι ακριβώς αυτό που λέτε. Τα παιδιά μας δε τα ξεχωρίζουμε. 

 Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;

Το φθινόπωρο βγαίνει το επόμενο μου βιβλίο με τίτλο το λευκό δωμάτιο από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Την ίδια εποχή μια θεατρική εκδοχή του ίδιου μύθου θα ανέβει (Καλώς εχόντων των πραγμάτων, δηλαδή αν με το καλό ξανά ανοίξουν οι χώροι παραστατικών τεχνών) στο θέατρο «Σταθμός» σε σκηνοθεσία Μάνο Καρατζογιάννη με τους Άννα Φόνσου, Πέγκυ Σταθακοπούλου, Εύα Σιμάτου. Φυσικά συνεχίζω για 12 χρόνο, τα μαθήματα δημιουργικής Γραφής που κάνω μέσα από τα οποία έχω γνωρίσει εξαιρετικά και ταλαντούχα πλάσματα.

 Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο για τη δουλειά, τη ζωή σας ή οτιδήποτε άλλο;

Στα 18 μου μπήκα στο Πολυτεχνείο, στην Αρχιτεκτονική. Μόνον να έβλεπε κανείς το ωρολόγιο πρόγραμμα της σχολής, καταλάβαινε πόσα είχε να κερδίσει. Φιλοσοφία, Μορφολογία, Γλυπτική με τον Τάσσο, Ζωγραφική με τον Σωτήρη Σόρογκα και τον Βλάση Κανιάρη, Ιστορία Τέχνης με τον Μπούρα. Υπήρξα και εκεί πολύ τυχερός με τους δασκάλους μου. Όσο για το μεγάλωμά μου, δεν ισορροπούσα ιδιαίτερα αναμεσά  στα δύο περιβάλλοντα, της μητέρας και του πατέρα μου. Ουσιαστικά με μεγάλωσα εγώ... Είχα όμως όλη αυτή την βοήθεια με τα βιβλία και τις τέχνες, με μάγευαν. Αγάπησα πολύ το σινεμά, φλέρταρα να γίνω και σκηνοθέτης . Θυμάμαι όταν μου εξήγησε ένα βράδυ ο Νίκος Κούνδουρος τι σημαίνει να είσαι σκηνοθέτης στην Ελλάδα, εγκατέλειψα την σκέψη. Του το οφείλω! .«Θα σε πάρω μαζί μου στη δουλειά. Θα πάμε στην Ρόδο”, μου είπε μια μέρα η μητέρα μου. Εγώ ήξερα ότι είναι ηθοποιός, αλλά δεν πολύ καταλάβαινα κιόλας το τι ακριβώς έκανε. Ήμουν 6-7 χρόνων. Ππήγαμε στην Ρόδο και κατάλαβα ότι η δουλειά της ήταν να γυρίσει το περίφημο «Κάτι κουρασμένα παλικάρια». Εννοείται ότι δεν είχα ξαναδεί γυρίσματα στη ζωή μου. Ήταν μια μαγική στιγμή για μένα όλο αυτό που έζησα, όλη αυτή η δουλειά που έκανε ο Δαλιανίδης. Ήταν το δικό μου «Σινεμά ο Παράδεισος». Όλο το νησί ήταν στα γυρίσματα. Γνώρισα τότε την Νόρα Βαλσάμη, την οποία κυριολεκτικά ερωτεύτηκα, ήταν σαν νεράιδα, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον τόσο γλυκό Διονύση Παπαγιαννόπουλο... Νομίζω ότι αυτή η εμπειρία εξηγεί γιατί έγινα συγγραφέας. Γιατί με ενδιαφέρει το πίσω, το πλατό, το παρασκήνιο, η κουζίνα της δημιουργίας. Κι αυτές τις αναμνήσεις θα ήθελα να τις γράψω κάποτε. Σε ένα δραματουργικό πλαίσιο που θα μπορούσε να γίνει είτε σειρά είτε ταινία. Σκέφτομαι να το βάλω μπρος και να κάνω πρόταση σε όποιον ενδιαφέρεται. Δεν νομίζω να έχει γίνει κάποια σοβαρή δραματουργία με υπόστρωμα τον «παλιό ελληνικό κινηματογράφο» χωρίς γραφικότητες και νοσταλγίτιδα. Οπότε με ιντριγκάρει ιδιαίτερα.